Όταν έζησε ο Ειρηναίος
Υπήρχε κάποτε ένα αγοράκι, ο Ειρηναίος, που ήθελε να γνωρίσει το φως του Θεού. Αυτό το φως που του ανέφερε η γιαγιά του στις ιστορίες της.
Όταν το αγοράκι μεγάλωσε αρκετά και έγινε 11 χρονών, αγόρασε για τον εορτασμό της Ανάστασης μερικά πυροτεχνήματα. Τα έβαλε οργανωμένα στην ταράτσα του σπιτιού του και τα άναψε μόλις ακούστηκε ο ιερέας από τα μεγάφωνα να λέει το “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών...”. Τα άναψε όλα εκτός από ένα που κράτησε στο χέρι του. Έσκασαν όλα με έναν εκκωφαντικό θόρυβο ψηλά στον ουρανό, λαμπυρίζοντας τον τόπο. Όλα, εκτός από αυτό που είχε στο χέρι του. Αυτό ήταν το μοναδικό που κρατούσε για έναν κατάδικό του σκοπό.
Όταν τα υπόλοιπα πυροτεχνήματα τελείωσαν, πήρε και άναψε αυτό που είχε στο χέρι του. Το πέταξε όσο πιο ψηλά μπορούσε, κρατώντας το στα δύο του χέρια προηγουμένως. Πήδηξε και ο ίδιος ψηλά για να το κατευθύνει ακόμη ψηλότερα.
Ήταν το πιο ακριβό πυροτέχνημα που είχε αγοράσει. Ήταν από αυτά που φτάνουν ψηλά και στο αποκορύφωμά τους κάνουν έναν ήχο και χωρίζονται σε πολλά άλλα. Ήθελε να νιώσει, ο Ειρηναίος, πώς είναι να είσαι τυλιγμένος τριγύρω με φως. Όμως, δεν είχε υπολογίσει πως όταν τα πυροτεχνήματα θα φτάσουν στο ύψος του, θα έχουν χάσει το φως τους, θα έχουν σβήσει. Απογοητεύτηκε. Δεν προσπάθησε ποτέ ξανά το κόλπο με τα πυροτεχνήματα, ούτε τίποτε άλλο.
22 χρόνια μπροστά. Ο Ειρηναίος, πλέον 33 χρονών. Δεν έχει τηρήσει ακόμη την παροιμία “ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου” σε καμία από τις δύο εκδοχές της. Μόνος. Αγχωμένος από την καθημερινή πίεση της δουλειάς. Αγχωμένος από τον κόσμο γύρω του για τα νέα μέτρα που έρχονται. Αγχωμένος από τους ηγέτες του κόσμου αυτού και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αναγκαστικά μα όχι πραγματικά ευαισθητοποιημένος. Αναγκαστικά μα πραγματικά αγχωμένος.
22 χρόνια μακριά από το φως που του έλεγε η γιαγιά του. Μα να που τώρα σα να τις θυμήθηκε τις ιστορίες της. Τον είχε ξεγράψει το Θεό. Μα τη γιαγιά του την αγαπούσε πάρα πολύ και δεν την ξεχνούσε ποτέ. Αυτός ήταν κι ο λόγος που κάθε χρόνο της έκανε μνημόσυνο στη γιορτή της, της Αγίας Ευτέρπης, 1η Σεπτεμβρίου. Δεν πίστευε, πληγωμένος ων και αποθαρρυμένος, μα τη γιαγιά του την πίστευε... που πίστευε.
Γονατισμένος καθώς ήταν από το άγχος, πήρε μια μεγάλη απόφαση. Πήρε μια εικονίτσα της Θεοτόκου και μία της γιαγιάς του. Στράφηκε στη γιαγιά του πρώτα.
“Γιαγιά μου... σ’ εμπιστεύομαι” κι έκανε το σταυρό του. Για πρώτη φορά έπειτα από 22 χρόνια. Τα μνημόσυνα τα έκανε, μα σταυρό δεν έκανε. Έπειτα στράφηκε αλλού.
“Παναγία... Χριστέ... Ίσως δε με θυμάστε. Μα έχει νεκρωθεί το μέσα μου και σας έχω ανάγκη. Μη με εγκαταλείψετε... Είμαι ο Ειρηναίος”. Καμία απάντηση δεν έλαβε. Κανένα σημάδι δεν είδε. Κανονικά θα αποθαρρυνόταν, μα πιο κάτω δε γινόταν. Συνέχισε λοιπόν...
“Είμαι ο Ειρηναίος της γιαγιάς μου! Είμαι ο εγγονός της Ευτέρπης!” είπε σιγανά μα με πίστη.
Και τότε έλαβε αυτό που ήθελε και λαχταρούσε η ψυχή του. Γύρισε 22 χρόνια πριν. Γύρισε στην ταράτσα του σπιτιού του. Γύρισε στο τελευταίο πυροτέχνημα. Μόνο που τώρα δεν άκουγε πια τους ήχους των πυροτεχνημάτων, παρά μόνο το “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών! Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος”. Με αυτό το άκουσμα, λοιπόν, το πυροτέχνημα που πέταξε ψηλά με τα δύο του χέρια έσκασε ψηλά, μα το θείο φως έφτασε μέχρι εκείνον, μέχρι την καρδιά του, μέχρι τις κοιλίες της και τον ανέστησε.
Όταν συνήθλε, σκέφτηκε μήπως ήταν όνειρο όλο αυτό και το φαντάστηκε. Μα υπήρχαν κάποια πράγματα που δεν τον άφηναν να το θεωρήσει ένα όνειρο.
Η θήκη από το τότε χρησιμοποιημένο πυροτέχνημα στο αριστερό του χέρι. Η εικόνα της Παναγίας στο δεξί του χέρι. Και η πυρακτωμένη φωτογραφία της γιαγιάς του μπροστά του. Σημάδι από τον Παράδεισο πως η γιαγιά του είχε επιτέλους εκπληρώσει το καθήκον της στη ζωή, έστω και μετά θάνατον. Το δεξί του χέρι, σημάδι πως είχε πλέον μία νέα γιαγιά να τον φροντίζει, την Παναγία τη Γερόντισσα, την Παναγία της γιαγιάς του. Η θήκη στο αριστερό του χέρι σημάδι πως πράγματι το θείο φως που του έλεγε η γιαγιά του, πράγματι, τον έλουσε!
Σε λίγες ώρες ήταν η εορτή της Ανάστασης. Μα η δική του είχε μόλις γίνει.
Πήρε τηλέφωνο έναν παλιό γνωστό του αριθμό. Το σήκωσε μια γυναίκα γερασμένη από το χρόνο και τους κόπους της ζωής.
“Παρακαλώ”, είπε.
“Μάνα... Είμαι ο Ειρηναίος”, είπε ο γιος της.
“Που είσαι παιδί μου τόσα χρόνια;”, είπε εκείνη με την αγωνία φανερή στη φωνή της, αναμεμειγμένη με χαρά και λαχτάρα.
“Άστα αυτά τώρα μάνα! Πες μου μόνο αυτό. Έχει χώρο το Πασχαλινό σας τραπέζι και για μένα;”.
“Το συζητάς παιδί μου;”, του είπε εκείνη. “Αύριο Κυριακή, αναστάσιμη ημέρα και σήμερα Ανάσταση! Ξέρεις πως πάντα είχαμε χώρο γα έναν ακόμη στο τραπέζι μας, για όποιον μας στείλει κάθε φορά ο Θεός! Να σε περιμένουμε στο σπίτι μας;”.
“Όχι στο σπίτι μάνα! Πρώτα στο σπίτι του Θεού! Στην Αγία Μαρίνα, όπως πάντα;”
“Ναι παιδί μου. Όπως πάντα...”, ακούστηκε η φωνή της μάνας και έπειτα ένα “Δόξα Σοι Κύριε” όπως έκλεινε το τηλέφωνο.
Ο Ειρηναίος χαμογέλασε. “Νυν, απολύεις το δούλο Σου Δέσποτα” ψέλλισε και ετοιμάστηκε για την εκκλησία με τους γονείς του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου