Ο φάρος
Αυτός είχε μάθει να χορεύει από όταν ήταν μικρός. Είχε δει πώς
χόρευαν οι γυναίκες στη γειτονιά του. Είχε δει πώς χόρευαν οι άντρες στη
γειτονιά του. Φρόντισε να μπει στο ρόλο και των δυο χορών. Έτσι έφτιαξε ένα δικό του είδος χορού. Κάτι αρσενικό μα ταιριαστό στο χαρακτήρα του.
Αυτή είχε μάθει να τρέχει από όταν ήταν μικρή. Είχε δει πώς έτρεχαν
οι γυναίκες στη γειτονιά της. Είχε δει πώς έτρεχαν οι άντρες στη
γειτονιά της. Φρόντισε να μάθει στο ρόλο και των δυο φύλων. Έτσι έφτιαξε
ένα δικό της είδος τρεξίματος. Κάτι θηλυκό μα ταιριαστό στο χαρακτήρα
της.
Αυτός μεγάλωσε σπούδασε τελείωσε τη σχολή του, προσπάθησε να εργαστεί
μα οι άλλοι άνθρωποι τον απωθούσαν με τις αρνητικές τους σκέψεις σε
κάθε πρόβλημα ή και καλοσύνη που αντίκριζαν. Τελικά τον κέρδισε η φύση
και η γαλήνη της νύχτας.
Αυτή μεγάλωσε, δε σπούδασε, συνέχισε να τρέχει με τον τρόπο της μα οι
άλλοι άνθρωποι την απωθούσαν με προσπάθειες τους να την έχουν από κοντά
για να την εκμεταλλευτούν συναισθηματικά "για το καλό της". Τελικά την
κέρδισε η κούπα. Ευτυχώς όχι της τράπουλας μα του καφέ. Έγινε πολύ πετυχημένη σε τούτη της την επιλογή.
Αυτός κατάφερε να μετακομίσει προσωπικά και εργασιακά στην άκρη της
γης του, στη χερσόνησο της περιοχής του, δουλεύοντας σε ένα παλιό φάρο που ήταν χρόνια εγκαταλελειμμένος. Εκεί βρήκε τον τρόπο να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Αυτή είπαμε. Κερδήθηκε από την κούπα. Δούλεψε σε ένα μέρος με
αντικείμενα που αγαπούσε. Μπορεί να μην ήταν το όνειρο της κοινωνίας και
του περίγυρου της αλλά εκείνη την κάλυπτε ως παροντική και προσωρινή
κατάσταση.
Αυτός τα βραδιά σηκωνόταν από την καρέκλα του φαροφύλακα, μια παλιά ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα και κλείνοντας τις κουρτίνες των
παραθύρων του φάρου ξεκινούσε να χορεύει. Δεν τον έβλεπε κανείς. Καμία
αρνητική σκέψη κανενός ανθρώπου δεν υπήρχε τριγύρω. Κι αυτός συνέχιζε να
χορεύει.
Αυτή κάποια στιγμή αναζήτησε βαθύτερα τα θέλω της και συγκεκριμένα το
Μεγάλο Θέλω. Άφησε την ποδιά της στο ταμείο αφού έφτιαξε μια ζεστή
κούπα καφέ. Πήγε σε ένα μαγαζί που πωλούσε υφάσματα και είδη σπιτιού
λίγο πριν τη λήξη της ημερήσιας βάρδιας του.
Αγόρασε ένα λευκό σεντόνι για
μωρό που ταίριαζε με τα ρούχα της. Κι όταν ήπιε τον καφέ της φρόντισε
να κρατήσει την κούπα. Κι όταν η πόλη έσβησε τη φώτα της, αυτή έβαλε το
σεντόνι σα μπέρτα κι άρχισε να τρέχει με το λευκό ύφασμα να ανεμίζει
πίσω της.
Αυτός χόρεψε στον αέρα.
Αυτή έτρεξε σαν αέρας.
Αυτός κοιτάζοντας από το παράθυρο ενόσω χόρευε, είδε μια λάμψη να πλησιάζει στον παλιό φάρο.
Αυτή τρέχοντας προς τον παλιό φάρο είδε μια σκιά που έμοιαζε να χορεύει έναν άγνωστο μα σίγουρα ανδρικό χορό.
Αυτός σταμάτησε να χορεύει.
Αυτή συνέχισε να τρέχει με μεγαλύτερη περιέργεια προς τον παλιό φάρο.
Αυτός άφησε το φάρο ανοιχτό να φωτίζει και κατέβηκε στην πόρτα να
υποδεχτεί τον επισκέπτη, τη λάμψη, όποιος, όποια ή ό,τι κι αν ήταν αυτή η
λάμψη.
Αυτή έφτασε λαχανιασμένη στον προορισμό της. Στην πόρτα τον είδε.
Κι αυτός την είδε.
Αυτή κι αυτός σώπασαν.
Αυτός κι αυτή θαύμασαν ο ένας τον άλλον.
Αυτή κι αυτός ανέβηκαν στο φάρο.
Αυτός κι αυτή γυρνούσαν γύρω-γύρω από το φως του φάρου. Ο ένας
χορεύοντας και ο άλλος τρέχοντας. Όμορφα. Αρμονικά. Χωρίς να φαίνεται
ποτέ ποιος είναι πρώτος και ποιος δεύτερος. Αυτός της χάρισε ένα ζευγάρι
παπούτσια σαν τα δικά του επιτρέποντάς της να
τον ακολουθήσει με τον τρόπο της αν ήθελε. Αυτή χαμογέλασε και τα άφησε
δίπλα στην αγαπημένη της κούπα που είχε φέρει τρέχοντας ως εκεί.
Καταλάμβαναν τον ίδιο χώρο, μέσα στον ίδιο φάρο. Είχαν την ίδια σκιά από
το φως. Άφηναν όμως και το ίδιο φως να φανεί. Κι όταν αθλήθηκαν αρκετά
γρήγορα γύρω από το φως, κάνοντας τις σκιές, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, ο
κόσμος σκοτείνιασε κι άλλο και ξέμεινε στον αρνητισμό του και τις
προσπάθειές του για εκμετάλλευση. Όμως αυτός κι αυτή ή αυτή κι αυτός
είχαν γίνει πλέον Φως. Είχαν πετύχει ο καθένας το Μεγάλο του Θέλω. Είχαν
κερδίσει. Και κερδίζοντας, κέρδισαν και το δικαίωμα να φωτίζουν τον
κόσμο γενόμενοι φως.
---
Το 2009 ζήτησα από τη γυναίκα μου να μου πει τρεις(3) λέξεις. Από εκείνες τις τρεις λέξεις γεννήθηκε η ιστορία "Ένας γίγαντας στην Κοντουλοχώρα".
Πριν λίγες ημέρες - ελπίζοντας στη δημιουργία μίας αντίστοιχα
πετυχημένης ιστορίας - της ζήτησα να κάνει το ίδιο. Αυτή τη φορά ήθελε
όμως να μου δώσει όχι τρεις(3) μα έξι(6) λέξεις. Μου τις έδωσε σε δύο(2)
ζεύγη των τριών(3) λέξεων. Οι πρώτες ήταν χορός-φάρος-κουρτίνα. Οι
δεύτερες ήταν κούπα-σεντόνι-παπούτσια. Διαχωρίζοντάς τις σε ζεύγη,
αυτόματα με κατηύθυνε κι εμένα στον τρόπο που θα τις χρησιμοποιούσα.
Πήρα λοιπόν ένα από τα τετράδιά μου, το αγαπημένο μου στυλό και ξεκίνησα
να γράφω για αυτόν, για αυτήν, για ένα φάρο, για ένα ζευγάρι παπούτσια
και για ό,τι άλλο χρειαζόταν για να γίνει ιστορία. Και έγινε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου