Η κυρία Ελευθερία
Η φωτογραφία της γιαγιάς είναι του Nick Karvounis από το Unsplash.
Όλοι την ήξεραν την κυρία Ελευθερία. Πέντε ημέρες ζύμωνε. Το Σάββατο γυρνούσε τις εκκλησίες να δώσει τα πρόσφορα που έφτιαχνε την Παρασκευή. Έφτιαχνε πολλά αρτοποιήματα η κυρία Ελευθερία.
Δεν ήταν φούρνος, ούτε τα πουλούσε αυτά που έφτιαχνε. Με την αγάπη της ψυχής της τα έδινε αφιλοκερδώς στους αναγκεμένους όλη την εβδομάδα, στις εκκλησίες τα Σάββατα.
"Εγώ είμαι
βολεμένη", έλεγε και το πίστευε. "Έχω τη σύνταξή μου". Τι σύνταξη όμως,
πενιχρή! 402,05 ευρώ! Αυτά τα 2,05 ευρώ όλοι της τα κορόιδευαν. Η κυρία
Ελευθερία όμως κάθε 10 μήνες έδινε τα 20 ευρώ που σχηματίζονταν
αθροιστικά σε κάποιον πονεμένο επαίτη. "Τόσους μήνες του τα στέρησα...",
έλεγε. Κι ας του προσέφερε κι εκείνου καθημερινά ψωμί από τον κόπο της.
Κάποια
στιγμή μέσα στην εβδομάδα, κάθε όμως εβδομάδα, περνούσε από την
εκκλησία για να αφήσει τα χαρτάκια της. Ένα υπέρ υγείας. Ένα υπέρ
μνήμης. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τα ονόματα σιγά-σιγά μεταφέρονταν από
το ένα χαρτάκι στο άλλο.
Ο ιερέας της εκκλησίας είχε μάθει πλέον την κυρία Ελευθερία κι είχε μάθει να υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού, όπως κι εκείνη.
Κάποια
στιγμή που είδε ο ιερέας το "υπέρ υγείας", της είπε μετά τη Θεία
Λειτουργία "μόνο εσύ έμεινες κυρία-Ελευθερία...". "Εγώ κι άλλοι εφτά
χιλιάδες" του απάντησε. Κι εντυπωσιάστηκε ο ιερέας από το πώς αυτή η
ψυχή είχε γνώση για τη συζήτηση του Θεού με τον προφήτη Ηλία.
Δεν
ήταν αναιδής η κυρία Ελευθερία! Πρόσεχε πολύ τα λόγια της. Μα πιο πολύ
πρόσεχε το νου και τη διάνοιά της. Πρόσεχε ιδιαίτερα τους λογισμούς
υπερηφάνειας που κατά καιρούς της ερχόντουσαν. "Έδωσες κανα-δυο ψωμιά
και νόμιζες πως έκανες και κάτι καλό καημένη κυρία-Ελευθερία", έλεγε
στον εαυτό της.
Τη ρώτησαν πολλές
φορές γιατί δεν έγινε μοναχή σε κάποιο μοναστήρι. "Δε μπορώ εγώ να κάνω
προκοπή σε μοναστήρι", απαντούσε. "Εκεί έχουν αγρυπνίες, κανόνες,
νηστείες... εγώ δεν έχω τόση πίστη". Έτσι έλεγε κι ας ήξεραν όλοι πως
αυτά τα εφάρμοζε στη ζωή της έτσι κι αλλιώς.
Όταν
πλησίαζε στο τέλος της ζωής της ήρθε ένας άνδρας ονόματι Μιχαήλ και τη
γύρεψε. "Ήρθα να συνεχίσω το διακόνημά σου", της είπε λες και μιλούσε σε
μοναχή. Εκείνη, νιώθοντας την ξεκούραση της άλλης όχθης να την
πλησιάζει, του είπε "Ο Θεός σε έστειλε παιδί μου".
Τις
επόμενες ημέρες ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι, άγνωστοί της αλλά γνωστοί του
Μιχαήλ, για να την παρηγορήσουν και συντροφεύσουν στο μεγαλύτερο ταξίδι
της ζωής της.
Ξημέρωμα Παρασκευής
ήρθε ο ιερέας να την εξομολογήσει και να την κοινωνήσει. Όταν τελείωσε, ο
ιερέας, στενοχωρημένος για τον Άνθρωπο που θα έχανε η ενορία του,
γύρισε στο Μιχαήλ και του είπε: "έκανε καθαρή εξομολόγηση". Ο Μιχαήλ τον
ευχαρίστησε και ο ιερέας έφυγε.
Δύο
ώρες αργότερα μπήκε ο Μιχαήλ στο δωμάτιο της κυρίας-Ελευθερίας και τη
ρώτησε μήπως χρειάζεται κάτι. "Τίποτα παιδί μου, σε ευχαριστώ", του
απάντησε. Ο Μιχαήλ έκανε μεταβολή να φύγει μα η φωνή της
κυρίας-Ελευθερίας τον σταμάτησε.
-"Στώμεν καλώς...", είπε η κυρία-Ελευθερία.
-"Στώμεν μετά φόβου", είπε ο Μιχαήλ.
-"Δεν ήθελα να σας δω σε τούτη τη ζωή", είπε η κυρία-Ελευθερία.
-"Μη
φοβάσαι κι ο Θεός δε θα σου στερήσει να μας βλέπεις και στην άλλη ζωή.
Εσύ προετοιμάσου μόνο. Έρχομαι σε λίγο να φύγουμε", είπε ο Μιχαήλ και σα
να φάνηκαν δύο φτερά να εμφανίζονται στην πλάτη του, φωτεινά, πελώρια.
Έτσι
βρέθηκε η κυρία-Ελευθερία στο σπίτι της. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με
τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με τα μαλλιά τυλιγμένα με ένα μαύρο
μαντήλι που έγραφε IC XC NIKA και ένα ουράνιο χαμόγελο στα χείλη. Έτσι
έζησε και έτσι πέθανε η κυρία-Ελευθερία, αυτή η ασκήτρια της υπομονής
και της ταπείνωσης, αυτή η δασκάλα της ελεημοσύνης, αυτή η μοναχή που
ποτέ δεν άφησε τον κόσμο της για να ικανοποιήσει τα προσωπικά της
"θέλω", αυτή η γυναίκα που έδινε σε όλους το ψωμί που ζύμωνε αντί...
δώρου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου