Η γιαγιά Ευγενία
Η γιαγιά Ευγενία έζησε μια αποφασισμένη ζωή. Ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη δε θα ήθελα να πω. Σίγουρα όμως έζησε μια ζωή γεμάτη αποφάσεις. Άλλες καλές και άλλες κακές, σίγουρα.
Ήταν ένας άνθρωπος που μεγάλωσε σε δύο κόσμους. Η ζωή της ξεκίνησε στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας. Έτος γέννησης, 1922. Έτσι έγραφε η ταυτότητά της. Εκεί την ευλόγησε ο Κύριος να ζήσει τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της.
Μέχρι που ήρθε στην Ελλάδα με τον άντρα της. Συγκεκριμένα, στην περιοχή της Αθήνας. Εκεί μεγάλωσε την κόρη της, εκεί την πήγε σχολείο. Είχε κι άλλους συγγενείς στην Αθήνα. Κάποιοι συγγενείς από την Πόλη την ακολούθησαν και κάποιους τους ακολούθησε εκείνη. Κάποιοι δεν είχαν πού να μείνουν και προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει εκείνη μέχρι να τακτοποιηθούν. Κι αυτό δεν το ξέχασαν ποτέ! Όσα χρόνια κι αν περάσαν!
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τη βρήκαν σε έναν οίκο ευγηρίας. Σε καμία περίπτωση παρατημένη από το παιδί της. Κάθε άλλο. Έχοντας σώας τας φρένας, καταλάβαινε πως οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν και επέλεξε να πάει οικειοθελώς για να μπορούν να την προσέχουν οι άνθρωποι εκεί χωρίς να γίνεται βάρος στην οικογένειά της. Και το παιδί της πήγαινε σχεδόν καθημερινά και την έβλεπε.
Με τον καιρό, η νοητική της υγεία έφθινε όλο και περισσότερο. Σταμάτησε να θυμάται πολλά-πολλά άτομα. Την κόρη της τη θυμόταν. Πώς θα μπορούσε να την ξεχάσει! Την εγγονή της όμως που είχε μετακομίσει στο εξωτερικό, όχι. Κι ας είχε μόνο μερικούς μήνες να τη δει...
Κάποια μέρα, πήγε ο εγγονός της με τη μέλλουσα γυναίκα του να τη δει. Δεν τους γνώρισε ούτε διά της φωνής ούτε διά της αφής. Απαντούσε με ναι ή όχι ή με oui αν της μιλούσε στα γαλλικά αλλά αυτή ήταν η μόνη επικοινωνία που ειχαν. Κι αυτές ακόμη οι αποκρίσεις όμως δεν είναι σίγουρο πως ήταν αληθινές ως προς το θέμα της συζήτησης ή αν απλώς απαντούσε στο ερωτηματικό ύφος της ομιλίας.
Λίγο πριν έρθει η ώρα να φύγουν, εκείνος είπε στην κοπέλα του να τον αφήσει 5 λεπτά μόνο του μαζί με τη γιαγιά του.
Μόλις απομακρύνθηκε, εκείνος κάθισε δίπλα της, της έπιασε το χέρι και τη ρώτησε:
Γιαγιά θες να πούμε το "Πάτερ ημών";
Ναι, είπε εκείνη με τον ίδιο ξερό τόνο που απαντούσε και στα υπόλοιπα πράγματα.
Πάτερ ημών...
...ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά Σου ελθέτω η Βασιλεία Σου γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της Γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δώσε ημίν σήμερον και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τις οφειλέτες ημών και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμών αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Αμήν!
... ό,τι Σου έστιν η Βασιλεία και η Δύναμις και η Δόξα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους Αιώνας των Αιώνων. Αμήν
Αμήν
Εντυπωσιασμένος με αυτό που ζούσε, έπειτα από λίγο της απηύθυνε πάλι το λόγο και της είπε:
Γιαγιά θες να πούμε το "Πιστεύω";
Ναι, απάντησε εκείνη με τον ίδιο τόνο πάντα.
Πιστεύω εις ένα Θεό...
...Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητή ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων...
Για να μην τα πολυλογήσουμε, το είπε όλο. Δεν ήξερε να πει ούτε το όνομά της ούτε τίποτε. Αυτά όμως τα ήξερε. Κι όταν τα έλεγε, τα πίστευε. Δεν τα έλεγε έτσι, μηχανικά αυτά...
Της είπε στο τέλος:
Γιαγιά, αγαπάς το Χριστό;
Το Χριστό; (ήταν η μόνη φορά που αντέδρασε σαν σε συζήτηση σε αυτό που είπε) Ναι!
Την Παναγία την αγαπάς; τη ρώτησε πάλι ο εγγονός της.
Ναι!
Κι εκείνοι σ' αγαπάνε γιαγιά...
Ύστερα, πήγε στο χώρο της υποδοχής και κάλεσε την κοπέλα του μέσα στο δωμάτιο.
Της είπε μόνο: "Θα σου δείξω κάτι και θα φύγουμε". Εκείνη, παραξενεμένη αλλά έχοντας εμπιστοσύνη του απάντησε: "εντάξει".
Κι έτσι, όταν μπήκαν πίσω στο δωμάτιο, κάθισε στην καρέκλα δίπλα της και είπε πάλι: "Γιαγιά, θες να πούμε το «Πιστεύω»;".
Η γιαγιά Ευγενία του είπε και πάλι "ναι". Και ξεκίνησαν μαζί "Πιστεύω εις ένα Θεό, Πατέρα Παντοκράτορα...".
Και το είπαν όλο!
Και οι 3 μαζί..!
Φεύγοντας, αφού αποχαιρέτησαν - προς το παρόν - τη γιαγιά Ευγενία με ένα φιλί στο μέτωπο, ο εγγονός της και η μέλλουσα γυναίκα του βρέθηκαν να κατεβαίνουν την κατηφόρα, το δρόμο προς το αυτοκίνητό τους. Αμίλητοι μέχρι τότε.
Μόνο εκείνη έσπασε τη σιωπή, εκφράζοντας αυτό που και οι δύο τους είχαν συμπεράνει...
"Δεν ήξερε να μας αναγνωρίσει αλλά ήξερε το «Πιστεύω». Κι αναρωτιέμαι τί είναι πιο σημαντικό να γνωρίζει...".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου