Μικρός πρίγκηπας
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας μικρός πρίγκηπας. Οι φρουροί του
παλατιού τον πρόσεχαν συνέχεια. Μην πέσει. Μην χτυπήσει. Μην κάνει
αταξίες. Μην παίζει με τους φτωχούς. Όλη του η ζωή ήταν ένα μεγάλο
“Μην”. Μια μέρα, ο μικρός πρίγκηπας χάθηκε από το παλάτι. Οι φρουροί τον
έψαχναν παντού αλλά δεν τον βρήκαν. Κι αυτή είναι η ιστορία εκείνης της
μέρας.
Ο μικρός πρίγκηπας πήγε στην πόλη ντυμένος με ό,τι πιο πρόχειρο βρήκε. Μία καφέ γούνα με χρυσά κουμπιά εδώ κι εκεί που αντανακλούσαν το φως.. Ο πατέρας του δεν ήταν κι ο καλύτερος βασιλιάς. Δεν είχε προσφέρει τίποτα στο λαό και όλο φόρους έβαζε, οπότε οι άνθρωποι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση. Αν και κανείς δεν αναρωτήθηκε τι κάνει το παιδί του βασιλιά, μόνο του στην πόλη... Μόνο κάτι ψίθυροι ακούγονταν από τα στόματα των περαστικών, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι έλεγαν.
Στρίβοντας σε ένα στενό, είδε μία παρέα παιδιών που προσκυνούσαν ένα ηλικιακά μικρότερο παιδί, που ήταν ντυμένο με καφέ ύφασμα, στο οποίο πάνω είχαν προσαρμοστεί χάλκινα ελάσματα που αντανακλούσαν το φως. Όταν τα μάτια τους διασταυρώθηκαν, μίλησαν σχεδόν ταυτόχρονα:
Αφού θεώρησε ότι του είχε πει και του είχε δείξει όσα μπορούσε και χρειαζόταν από την πόλη του, αποφάσισε να αφήσει τον πρίγκηπα να μιλήσει.
Ο Γιάννης έκανε ένα σήμα με το χέρι του. Και η παρέα διαλύθηκε αφήνοντας μόνο αυτόν και τον πρίγκηπα στο δρόμο. Του είχε πει τόσα πολλά για τον εαυτό του που και να τον άφηνε, ο πρίγκηπας και ο βασιλιάς κατά συνέπεια θα τον έβρισκε. Τα άλλα παιδιά όμως δε χρειαζόταν να ριψοκινδυνεύσουν κι αυτά.
Έπειτα από λίγο καιρό το σύστημα άλλαξε. Ο βασιλιάς έφυγε. Εξαφανίστηκε. Το ίδιο και ο πρίγκηπας. Ποτέ ξανά δεν άκουσε κάποιος κάτι για αυτούς. Όμως το χωριό από εκείνη τη μέρα είχε ξεχάσει ότι υπήρχε πρίγκηπας. Θυμόταν μόνο το μικρό Νικόλα. Το παιδί που του άρεσε τόσο να ζωγραφίζει.
Ο μικρός πρίγκηπας πήγε στην πόλη ντυμένος με ό,τι πιο πρόχειρο βρήκε. Μία καφέ γούνα με χρυσά κουμπιά εδώ κι εκεί που αντανακλούσαν το φως.. Ο πατέρας του δεν ήταν κι ο καλύτερος βασιλιάς. Δεν είχε προσφέρει τίποτα στο λαό και όλο φόρους έβαζε, οπότε οι άνθρωποι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση. Αν και κανείς δεν αναρωτήθηκε τι κάνει το παιδί του βασιλιά, μόνο του στην πόλη... Μόνο κάτι ψίθυροι ακούγονταν από τα στόματα των περαστικών, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι έλεγαν.
Στρίβοντας σε ένα στενό, είδε μία παρέα παιδιών που προσκυνούσαν ένα ηλικιακά μικρότερο παιδί, που ήταν ντυμένο με καφέ ύφασμα, στο οποίο πάνω είχαν προσαρμοστεί χάλκινα ελάσματα που αντανακλούσαν το φως. Όταν τα μάτια τους διασταυρώθηκαν, μίλησαν σχεδόν ταυτόχρονα:
- Από ποια γειτονιά είσαι εσύ; ρώτησε το παιδί.
- Από ποιο βασίλειο είσαι εσύ; ρώτησε ο πρίγκηπας.
- Τι εννοείς; είπε το παιδί.
- Τι εννοείς; είπε και ο πρίγκηπας.
- Καλώς ήρθες στην παρέα μας. Εγώ είμαι ο Γιάννης Ιωάννου, είπε το παιδί. Εσύ;
- Εγώ ονομάζομαι Νικόλας Ιακώβου, απάντησε ο πρίγκηπας.
- Καλώς ήρθες λοιπόν στην παρέα μας. Θες να παίξεις μαζί μας;
- Θα το ήθελα αλλά δεν ξέρω αν ανήκω στον κύκλο σας...
- Ενημερώνομαι ότι σου δείχνουν οι μεγάλοι την ίδια περιφρόνηση που δείχνουν και σε εμάς. Δεν ξέρω τι είναι αυτοί οι κύκλοι και τα τετράγωνα που μιλάς, αλλά σε θέλουμε στην παρέα μας.
- Χμ... Δεν ξέρω... Είναι πρέπον;
- Είσαι λίγο παράξενος με αυτά που λες. Έχεις όλα τα προσόντα. Έλα να σου δείξω τη γειτονιά.
Αφού θεώρησε ότι του είχε πει και του είχε δείξει όσα μπορούσε και χρειαζόταν από την πόλη του, αποφάσισε να αφήσει τον πρίγκηπα να μιλήσει.
- Εσύ λοιπόν Νίκο; Δε μου είπες. Από ποια γειτονιά είσαι;
- Δεν... Δεν ξέρω..., απάντησε ο πρίγκηπας.
- Ε; είπε απορημένος ο Γιάννης.
- Κοίτα, έχω κάποιες απορίες για αυτά που μου έδειξες. Η κυρία...Σούλα που μου έδειξες. Γιατί φτιάχνει ψωμί; Ο... παντοπώλης; Ναι, αυτός. Γιατί δεν είναι ευγενικός πάντα; Κι αφού δεν είναι πάντα ευγενικός γιατί...
- Ήρεμα φίλε μου, του είπε ο Γιάννης αγγίζοντάς τον στον ώμο. Μία-μία οι ερωτήσεις σου και θα σου απαντήσω αφού θες να γνωρίζεις. Η κυρία-Σούλα πουλάει ψωμί και τυρόπιτες γιατί αυτό ξέρει να κάνει και άρα αυτό κάνει για να ζήσει.
- Μάλιστα...
- Δεν κατάλαβες;
- Όχι. Γιατί δε μπορεί να ζήσει χωρίς να δουλεύει;
- Χαχα. Από πού ήρθες εσύ; Γιατί; Ο πατέρας σου δε δουλεύει; Χαχα
- Όχι.
- Τι όχι;
- Δε δουλεύει.
Ο Γιάννης έκανε ένα σήμα με το χέρι του. Και η παρέα διαλύθηκε αφήνοντας μόνο αυτόν και τον πρίγκηπα στο δρόμο. Του είχε πει τόσα πολλά για τον εαυτό του που και να τον άφηνε, ο πρίγκηπας και ο βασιλιάς κατά συνέπεια θα τον έβρισκε. Τα άλλα παιδιά όμως δε χρειαζόταν να ριψοκινδυνεύσουν κι αυτά.
- Είσαι ο γιος του βασιλιά. Έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Γιάννης.
- Ναι, είπε ο Νικόλας.
- Και τι κάνεις εδώ μόνος σου;
- Είχα βαρεθεί στο κάστρο.
- Μα πώς είναι δυνατόν να βαρεθείς στο κάστρο; Τόσοι κήποι! Τόση άπλα! Τόσα ζεστά ρούχα! Μπορείς να αγοράσεις τα πάντα! Ό,τι θέλεις!
- Στο δωμάτιό μου έχω πράγματι τα πάντα. Παιχνίδια. Κούκλες. Κοσμήματα. Τόξο. Μεγάλες ντουλάπες με ρούχα. Έχω τόσα πράγματα. Κι όμως εμένα μου αρέσει να ζωγραφίζω. Και δε μπορώ να βάλω τις ζωγραφιές μου στους τοίχους γιατί δεν αρμόζει σε ένα πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να παίζω κυνηγητό όμως δεν αρμόζει σε έναν πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να τρώω το κοτόπουλο με τα χέρια όμως δεν αρμόζει σε ένα πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να παίζω χιονοπόλεμο όταν χιονίζει όμως δεν αρμόζει σε έναν πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να παραγγέλνω καμιά φορά απ' έξω όμως δεν αρμόζει σε έναν πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να λερώνομαι αλλά δε μπορώ γιατί είμαι πρίγκηπας.
Έπειτα από λίγο καιρό το σύστημα άλλαξε. Ο βασιλιάς έφυγε. Εξαφανίστηκε. Το ίδιο και ο πρίγκηπας. Ποτέ ξανά δεν άκουσε κάποιος κάτι για αυτούς. Όμως το χωριό από εκείνη τη μέρα είχε ξεχάσει ότι υπήρχε πρίγκηπας. Θυμόταν μόνο το μικρό Νικόλα. Το παιδί που του άρεσε τόσο να ζωγραφίζει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου