Ο κυρ-Βασίλης

Two Kinds Of Childhood by Vaibhav  Bandhu  on 500px.com


Το όνομά του ήταν Βασίλης. Τα χρόνια είχαν περάσει και πλέον ήταν ηλικιωμένος. Ηλικιωμένος, όχι σε πάρα πολύ γεροντική ηλικία αλλά σίγουρα είχε περάσει τα 65, ίσως και τα 70. Είχε κάνει οικογένεια. Είχε μια κόρη, ένα γαμπρό... Είχε κι ένα εγγονάκι που είχε πάρει το όνομά του. Βασιλάκης ο μικρός, Βασίλης κι αυτός.

Τα χρόνια είχαν περάσει κι ο Βασιλάκης είχε γίνει πλέον 10 χρονών. Ο Βασίλης της ιστορίας μας είχε μυαλό ξυράφι. Θυμόταν τα πάντα. Μπορούσε να υπολογίσει αριθμούς, πράξεις. Μπορούσε να κάνει πολύπλοκες σκέψεις. Μπορούσε να κάνει πολλά. Είχε δύναμη και όρεξη να κάνει πολλά. Αλλά υπήρχε κάτι το οποίο τον περιόριζε. Κι αυτό ήταν η αδυναμία να κινείται.

Θες κάποιο παλιό εγκεφαλικό, θες κάτι άλλο... Θες τα χρόνια και η κόπωση που είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια... Σίγουρα πάντως τα πόδια του δεν τον υπάκουαν πια. Κι έτσι βρισκόταν στο κρεβάτι του. Όλη την ώρα ακίνητος εκεί. Και τα χέρια του όμως, παρότι μπορούσαν να κουνηθούν, δεν του έδιναν την ευχέρεια να αλλάξει πλευρό μόνος του. Δεν άντεχαν το σώμα του πια.

Ο Βασίλης αγαπούσε πολύ το Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους. Ήταν άνθρωπος πιστός, θεοσεβούμενος. Όχι θρησκόληπτος μα θεοσεβούμενος. Όσο τα πόδια του έπαιρναν, φρόντιζε και πήγαινε στην εκκλησία για να λειτουργηθεί. Όταν τον πήρε η κόρη του μαζί της, εκείνος δεν ήθελε μεν αλλά τι να έκανε; Μόνος του δε μπορούσε. Και χρήματα για άλλη βοήθεια δεν υπήρχαν. Έτσι, δέχτηκε να πάει στο σπίτι της κόρης του. Εκεί που ο γαμπρός του, αν και φιλόξενος, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το Θεό. Ίσα-ίσα το αντίθετο. Δεν ήθελε να ακούει τίποτα για Θεό.

Στην αρχή, ο κυρ-Βασίλης προσπάθησε να ζητήσει να έχει κάποιες εικόνες στο δωμάτιό του. Ζήτησε να έχει μια φορά το μήνα, όχι περισσότερο, έναν ιερέα να πηγαίνει να τον εξομολογεί. Θα μου πεις "ακίνητος, τι αμαρτίες να έχει;". Κι όμως, ο κυρ-Βασίλης ήξερε πολύ καλά τις σκέψεις που είχε και γι' αυτό ήθελε να τις βγάλει από μέσα του. Να ελαφρύνει την ψυχή του.

Οι μήνες όμως περνούσαν και η κόρη του, λογικό, προσπαθούσε να έχει οικογενειακή ευημερία έχοντας και τον γέρο πατέρα της κατάκοιτο στο σπίτι. Αλλά δεν ήταν εύκολο να προσθέσει στο βάρος του άντρα της και τα θέλω του πατέρα της. Ό,τι μπορούσε να κάνει εκείνη, φαγητό, να του αλλάξει στρωσίδια, να τον φροντίσει για τουαλέτα, αυτά τα έκανε. Αλλά ο άντρας της δε μπορούσε να συμμετέχει σε αυτό. Δεν το κατηγορούσε κιόλας. Ούτε ο κυρ-Βασίλης τον κατηγορούσε. Αλλά σίγουρα του έλειπε, του έλειπε η εικόνα των Αγίων, της Παναγιάς και του Θεού του.

Ο Βασιλάκης τα έβλεπε αυτά. Τα καταλάβαινε. Κι όσο μεγάλωνε καταλάβαινε όλο και περισσότερα. Κάποια στιγμή λοιπόν, επειδή ο Βασιλάκης αγαπούσε πολύ τον παππού του και του άρεσε πολύ η παρέα μαζί του - του άρεσε να μιλάνε για μαθηματικά, για αρχαία ελληνικά, για αγγλικά, για γαλλικά, για ό,τι ήξεραν, και μια λέξη να ήξεραν τους άρεσε να τη λένε και να συζητάνε μεταξύ τους από πού μπορεί να προέρχεται... Ο Βασιλάκης λοιπόν μια μέρα είχε πάει στο δωμάτιο του παππού του και εκεί ρώτησε τον παππού...
  • Παππού, σε λίγες μέρες είναι τα γενέθλιά μου!
  • Το ξέρω παιδί μου, του είπε ο κυρ-Βασίλης.
  • Τι θα ήθελες για δώρο;
  • Τα δικά σου γενέθλια είναι παιδί μου, τον συνέτησε ο κυρ-Βασίλης. Γιατί να θέλω εγώ δώρο γι' αυτό; Εγώ είμαι χαρούμενος και μόνο που ξέρω πως είσαι ζωντανός, πως είσαι καλά. Τι περισσότερο να θέλω;
Ο Βασιλάκης είχε όμως συγκεκριμένο σκοπό.
  • Άκουσε παππού Βασίλη! Τα Χριστούγεννα ποιανού τα γενέθλια είναι;
  • Μα του Χριστού παιδί μου!
  • Σωστά τα λες παππού! Όταν όμως είναι τα γενέθλια του Χριστού και ανταλλάσουμε δώρα όλοι οι υπόλοιποι μεταξύ μας, τότε κι εγώ δεν πρέπει να κάνω το ίδιο στα δικά μου γενέθλια;
Του κυρ-Βασίλη του έφυγε ένα δάκρυ από το αριστερό μάτι. Όχι από τον καταρράκτη. Αληθινό ήταν.
  • Σωστά τα λες παιδάκι μου, του είπε. Άρα λοιπόν, τι δώρο να θέλω;
  • Δεν ξέρω παππού. Αλλά θα ήθελα να μου πεις τι είναι αυτό που θέλεις πάρα πολύ και δε μπορείς να το έχεις εδώ που βρίσκεσαι. Τι είναι αυτό που θα ήθελες πάρα μα πάρα πολύ και δε μπορείς να το έχεις; Εδώ έχεις την κόρη σου, τη μαμά, σε φροντίζει, σε ταΐζει... Τι άλλο θα ήθελες;
Ο κυρ-Βασίλης σταμάτησε για λίγο.
  • Τι άλλο να θέλω παιδάκι μου;
Αυτή τη φορά δάκρυσαν και τα δύο μάτια του κυρ-Βασίλη.

Ο Βασιλάκης επέμεινε.
  • Έλα παππού! Πες μου σε εμένα!
Ο κυρ-Βασίλης δάκρυσε ακόμη πιο έντονα. Στενοχωρημένος, βγάζοντας την πίκρα όλων αυτών των χρόνων, γύρισε και του είπε...
  • Έναν ιερέα θέλω παιδάκι μου. Να εξομοληγηθώ τις αμαρτίες μου. Να εξομολογηθώ τα λάθη μου. Να ελαφρύνει η ψυχή μου πριν φύγω.
Ο Βασιλάκης του έπιασε τα χέρια, τα έσφιξε δυνατά και του είπε "Θα δω τι μπορώ να κάνω".

Ο κυρ-Βασίλης του απάντησε... Ίσως απελπισμένος, ίσως προφητεύοντας και προμηνύοντας το τι πρέπει να γίνει... και του είπε "Δε μπορείς μόνος σου να κάνεις τίποτα παιδάκι μου".

Ο Βασιλάκης λοιπόν ήταν άξιος γιος του παππού του. Και το βράδυ έκανε μια προσευχή λίγο διαφορετική από τις προηγούμενες.

Είπε λοιπόν τα εξής...

"Θεέ μου, τόσες φορές σου έχω ζητήσει, ακούγοντας τον παππού μου, να φροντίσεις τους εχθρούς μου, τους συμμαθητές μου με τους οποίους τσακωθήκαμε στο σχολείο, τη δασκάλα που με μάλωσε, τα παιδιά που με έδιωξαν από την παρέα τους, τον ψιλικατζή, τον κυρ-Κώστα, που ήταν λίγο απότομος τις προάλλες και με στενοχώρησε... Αυτή τη φορά λοιπόν, Κύριε, θα ήθελα τη βοήθειά σου! Θα ήθελα να ακούσεις τον παππού μου και να του δώσεις δώρο για τα γενέθλιά μου αυτό που ποθεί πραγματικά η ψυχή του. Αυτό που ποθεί η καρδιά του. Θα ήθελα να του δώσεις έναν ιερέα να εξομολογηθεί για να ελαφρύνει η ψυχή του".

Το πρωί τον Βασιλάκη τον βρήκε το φως της μέρας όντας σε στάση μετάνοιας, σκυμμένο πάνω στο κρεβάτι του, μπροστά στη χάρτινη εικόνα του Χριστού. Αυτή που είχε πάρει από τον παππού του τον κυρ-Βασίλη αλλά την έκρυβε για να μη στενοχωρήσει τον πατέρα του.

Η μητέρα του τον βρήκε το πρωί που πήγε να τον ξυπνήσει. Κατάλαβε τί έκανε. Τι να του πει δεν ήξερε! Του είπε μόνο "Έχει ο Θεός... κι όλα καλά θα γίνουν!".

Το μεσημέρι πλησίασε το κρεβάτι του παππού του. Ο παππούς όλο το πρωί ήταν ξαπλωμένος και δεν πολυμιλούσε. Ανησύχησαν η κόρη του και ο γαμπρός του. Όταν όμως είδε το μικρό Βασιλάκη αναθάρρεψε και του είπε να έρθει κοντά του. Και με όση δύναμη είχε προσπάθησε και κατάφερε λίγο να σηκωθεί.
  • Βασιλάκη, τι έκανες;
  • Τι έκανα παππού;
  • Κάτι έκανες εσύ... Δεν ήρθε μόνο του αυτό που ήρθε!
  • Τι ήρθε παππού;
  • Ήρθε ο Άγιος Νεκτάριος παιδί μου!
  • Ο Άγιος Νεκτάριος; Και τι ήθελε παππού από εσένα;
  • Τις αμαρτίες μου, παιδί μου. Ήρθε ο Άγιος Νεκτάριος και με εξομολόγησε! Μου είπε "Αφού δεν έρχεται κανείς, ήρθα εγώ. Κι αφού το ποθεί η ψυχή σου τόσο πολύ κι αφού το ζήτησε κι ο εγγονός σου, δεν ήταν δυνατό να αρνηθώ! Έλα πες μου ό,τι έχεις! Ό,τι ποθεί η ψυχή σου! Ο Κύριος τα ξέρει ήδη. Περιμένει μόνο από εσένα να τα ομολογήσεις για να τα σβήσει!"... Κι αυτό έγινε παιδί μου! Τώρα νιώθω ανάλαφρος. Ξεκούραστος! Αν τα πόδια μου υπάκουγαν, νιώθω πως θα μπορούσα να τρέξω. Και γι' αυτό θέλω να σου πω ευχαριστώ παιδί μου. Και να μην ξεχάσεις ποτέ τη δύναμη που έχεις! Να κρατάς την καρδιά σου αγνή και αγωνίστρια! Κι η δύναμη αυτή που έχεις, που την παρέχει ο Θεός... δε θα σε εγκαταλείψει ποτέ! Αυτό να θυμάσαι!
Κι όταν ο Βασιλάκης μεγάλωσε κι άλλαξε το όνομά του, παίρνοντας πλήρως το όνομα του παππού του χωρίς υποκοριστικό, συνέχισε να θυμάται τα τελευταία του λόγια. Δε σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται για να έχει την καρδιά του αγνή... Έτσι όπως άρεσε στον παππού του! Έτσι όπως την ήθελε κι ο Θεός!

Κι όταν έφτιαξε το δικό του σπίτι, κράτησε ένα δωμάτιο φιλοξενίας που το γέμισε με εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Κι όποιος ήθελε να κοιμηθεί σπίτι του, εκεί τον έβαζε! Κάποιοι φίλοι του σκιάζονταν λίγο κοροϊδεύοντάς τον "Εδώ θα νιώθω σαν να πέθανα!". Χωρίς δισταγμό όμως, ο Βασίλης τους μιλούσε για τον παππού του, για την αγάπη του, για τη δύναμή του, για την πίστη του... Κι όταν ο ύπνος ερχόταν, ένιωθαν πως επιτέλους ξεκουραζόντουσαν έχοντας το Θεό στο πλάι τους κι όχι εναντίον τους...

Σημείωση #1: Ο πραγματικός κυρ-Βασίλης από τον οποίο εμπνεύστηκε η ιστορία ήταν 92 χρονών, ένας γλυκύτατος άνθρωπος - όπως έλεγαν όσοι τον γνώριζαν - με 2 παιδιά, έναν γιο ιερέα και μία κόρη, τη μαμά του Βασιλάκη, που άσπρη τρίχα δεν είχε πάνω του. Καλό παράδεισο εύχομαι κι ο Θεός να τον ευλογεί και να δίνει δύναμη στους δικούς του ανθρώπους!

Σημείωση #2: Η επιλογή του Αγίου Νεκταρίου ως του αγίου που βοήθησε τον κυρ-Βασίλη δεν ήταν τυχαία. Ο δανεισμός στηρίχτηκε σε ένα πραγματικό θαύμα που έγινε στη Ρουμανία και σχετικά μπορείτε να διαβάσετε στο Βήμα Ορθοδοξίας.

Σχόλια