Μαγειρέματα με τον Άγιο Γεώργιο
Κάποτε υπήρχαν τρεις φίλοι. Τα ονόματά τους δεν έχουν τόση σημασία αλλά για να τους διαχωρίζουμε ας πούμε πως ονομάζονταν Γιώργος, Γιάννης και Ιάκωβος.
Μεγάλωσαν και οι τρεις σε χριστιανική οικογένεια. Κάποιους, οι γονείς τους τους πίεζαν να ακολουθήσουν τη θρησκεία τους και κάποιους άλλους αποτελούσαν οι γονείς τους ένα σιωπηλό αλλά εμφανές παράδειγμα χριστιανοσύνης. Έτσι και οι τρεις τους αρέσκονταν από το να επισκέπτονται εκκλησίες και μοναστήρια και να συνομιλούν με τους κατοίκους των.
Ένα άλλο κοινό γνώρισμα των τριών παιδιών ήταν η αγάπη τους για τη μαγειρική. Και στα τρία παιδιά άρεσε να μαγειρεύουν για τους φίλους τους, τους γονείς τους, τους συγγενείς και τους γείτονές τους. Απλώς το κάθε παιδί είχε τη μέθοδό του.
Ο δήμαρχος του χωριού, στα πλαίσια του εορτασμού ανήμερα των Αγίων Πάντων, αποφάσισε να διοργανώσει ένα διαγωνισμό μαγειρικής. Τα τρία παιδιά δε θα μπορούσαν, φυσικά, να μη συμμετάσχουν και μόλις το έμαθαν, έτρεξαν να δηλώσουν το ενδιαφέρον τους.
Έφτασε, λοιπόν, η μέρα της γιορτής και του διαγωνισμού. Κάθε διαγωνιζόμενος έφερε τα υλικά που θα χρειαζόταν: πιπεριές, ντομάτες, μαρούλι, κρέας κτλ. Έπεφτε, άλλωστε, ημέρα Κυριακή και είχαν την ελευθερία να χρησιμοποιήσουν ό,τι υλικά ήθελαν αφού δεν υπήρχε ορισμένη νηστεία.
Εμφανίστηκαν τα τρία παιδιά στο δήμαρχο και του ανακοίνωσαν την απόφασή τους. Δεν ήθελαν να διαγωνιστούν. Όχι ξεχωριστά δηλαδή αλλά και οι τρεις μαζί σα μία ομάδα. Ο δήμαρχος, γνωρίζοντας τη φιλία που τους κατείχε και διέτρεχε, τους είπε “εντάξει” αλλά πως, για να είναι δίκαιος, θα έπρεπε να ρωτήσει και τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους μήπως και θελήσει να ακολουθήσει κάποιος τους ίδιους κανόνες.
Οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι, όταν άκουσαν τα νέα, παραδέχτηκαν ότι το περίμεναν αν και θα ήθελαν κάποια στιγμή να τους δουν πώς θα τα κατάφερνε ο καθένας ξεχωριστά. Τα τρία παιδιά μόλις άκουσαν αυτό το “παράπονο” έριξαν μερικές λοξές ματιές μεταξύ τους και μετά γέλασαν με την ψυχή τους. Ήταν τόσο αχώριστοι και αλληλοσυμπληρώνονταν τόσο πολύ που δε μπορούσαν φανταστούν μια διαφορετική εκδοχή συμμετοχής στο διαγωνισμό. Δεν ήταν και τόσο άδικο, άλλωστε, αφού κάθε διαγωνιζόμενος μπορούσε να έχει για βοηθό ένα άτομο της οικογένειάς του και οι περισσότεροι είχαν φέρει τον ή την σύζυγό τους. Η εξαίρεση ήταν γι' αυτούς που ήταν τρεις και δεν ήταν οικογένεια.
Ο δήμαρχος κάλεσε τους διαγωνιζόμενους να παραταχθούν στα τραπέζια τους για να μπορέσουν να ξεκινήσουν. Όταν η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε, χτύπησε την καμπάνα του χωριού και ο βοηθός του ξεκίνησε αμέσως το ρολόι του χρονομετρώντας. Είχαν μπροστά τους 3 ολόκληρες ώρες κι ήταν πραγματικά χάρμα οφθαλμών να βλέπει κανείς το πώς ο κάθε διαγωνιζόμενος έκοβε τα υλικά, τα έβαζε στην κατσαρόλα και έπειτα κατευθείαν στο φούρνο, τον κλασικό, το χωριάτικα. Κάρβουνα τους παρείχε ο δήμος όσα χρειαζόντουσαν.
Ο Γιάννης είχε φροντίσει να προμηθευτεί τα καλύτερα υλικά. Ρώτησε τον Ιάκωβο σε τί μορφή τα θέλει και φρόντισε να τα τεμαχίσει ακριβώς όπως έπρεπε. Ο Γιάννης ήταν αυθεντία στο να διαλέγει πάντοτε τα καλύτερα υλικά πάσης φύσεως, από καρπούζι μέχρι βερίκοκο κι από πιπεριές και ντομάτες μέχρι ακόμη και αλάτι και πιπέρι. Δίκαια, λοιπόν, το ρόλο αυτό του είχαν αναθέσει.
Ο Ιάκωβος, κατά κοινή παραδοχή, ήξερε να μαγειρεύει καλύτερα από όλους τους. Είχε κάνει τόσους πειραματισμούς με διάφορα υλικά σε διάφορες θερμοκρασίες και με διαφορετικούς τρόπους που πλέον ήξερε σε κάθε στάδιο ποιο ήταν το επόμενο βήμα προκειμένου να προκύψει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Όταν, λοιπόν, ο Γιάννης και ο Γιώργος του πρότειναν να αναλάβει εκείνος το μαγείρεμα ως κύριος μάγειρας και να τον βοηθήσουν όπου χρειαστεί, δέχτηκε γεμάτος χαρά, σίγουρος πως δε θα τους απογοήτευε.
Ο διαγωνισμός πήγαινε μια χαρά. Κάθε ένας διαγωνιζόμενος είχε προσπαθήσει να κάνει ό,τι πιο δύσκολο ή εξεζητημένο είχε μαγειρέψει ποτέ, οπότε το αποτέλεσμα θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον. Η αλήθεια είναι πως όλοι πάσχιζαν να προφτάσουν τον Ιάκωβο που τα χέρια του είχαν πάρει φωτιά και ήταν σχεδόν έτοιμος να βάλει το τελευταίο συστατικό στο φαγητό τους και να το βάλει στο φούρνο.
Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που σκέφτηκε λίγο διαφορετικά. Αυτός ήταν ο καλύτερος και του το έλεγαν όλοι. Ήταν σίγουρο πως θα νικούσε. Ήταν τόσο σίγουρο που το πίστεψε και ο ίδιος. Με την άσχημη πίστη, όμως. Με εγωισμό. Αντί να σκεφτεί “Θα κερδίσουμε όλοι μας”, σκέφτηκε “θα δείξω σε όλους μας που πως είμαι ο καλύτερος”. Ήταν ακριβώς εκείνη η στιγμή που το μυαλό του ξέχασε εντελώς οτιδήποτε είχε να κάνει με τη μαγειρική. Έμεινε απλώς εκεί, ακίνητος, αμίλητος, προσπαθώντας να θυμηθεί τί υλικά είχε βάλει, πώς λεγόντουσαν, τί έπρεπε να βάλει μετά, τί χρώμα έπρεπε να έχει το τελικό αποτέλεσμα. Όλα αυτά ξαφνικά εξαφανίστηκαν από το μυαλό του.
Οι δύο φίλοι του το κατάλαβαν ότι κάτι έπαθε αλλά δε μπορούσαν να εξηγήσουν τί ακριβώς. Όταν τους είπε “Δε μπορώ να θυμηθώ. Ξέρω ποιος είμαι, ξέρω ποιοι είστε, ξέρω τί κάνω εδώ, ξέρω τί έφαγα χτες, ξέρω τί έφαγα πριν ένα χρόνο! Αλλά δεν ξέρω τίποτα σχετικά με μαγειρική! Δε μπορώ να τα καταφέρω!”, ο Γιάννης έπιασε τα διάφορα υλικά και του τα ονομάτιζε ένα προς ένα για να τον βοηθήσει. Ήθελε κι αυτός να κερδίσουν και έκανε ό,τι μπορούσε μήπως και θυμηθεί κάτι ο φίλος του. Μάταια, όμως. Σε κάθε τι που του έδειχνε, ο Ιάκωβος απαντούσε “Είναι σίγουρα αυτό που πρέπει να βάλω μετά;” και κουνούσε διστακτικά το κεφάλι, μη μπορώντας να βοηθήσει.
Ο Γιώργος σα να κατάλαβε τί συνέβη. Όχι την πλήρη έκταση του προβλήματος αλλά σίγουρα ένα κομμάτι του. Γύρισε την πλάτη στους φίλους του και κατευθύνθηκε αργά, σαν υπνωτισμένος, προς τη σκιά ενός μεγάλου πλατάνου. Με τα μάτια κλειστά ψηλάφησε το ροζιασμένο κορμό του δένδρου και περπάτησε τυφλά μέχρι την άλλη πλευρά, εκεί που δε φαινόταν παρά μόνο από τα άδεια σπίτια του χωριού. Εκεί γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται,
Άγιε Γεώργιε, Τροπαιοφόρε, πιστέ ακόλουθε του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συ ο ενεπνεύσας δεκάδες άλλων αγίων φερόντων το όνομά σου, συ που έδειξες την ειρήνη των ανθρώπων του ουρανού, την αγάπη προς το συνάνθρωπο, τη δύναμη του Πατρός, του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος, το ομοοούσιο της αυτού Αγίας Τριάδος, συ ο εκπονήσας τόσες χιλιάδες θαυμάτων σε πιστούς ή μετανοημένους απίστους ή και σε άλλους αν είναι θέλημα Θεού, συ φύλακας των ψυχών που σε επέλεξαν για προστάτη τους, συ άμυνα ισχυρή απέναντι σε κάθε κακό, συ πρεσβευτή ημών εις τους ουρανούς, συγχώρησον ημάς. Διαφύλαξον ημάς. Διώξε από τις ψυχές μας κάθε αμαρτωλή σκέψη. Κάθε αμαρτωλή μνήμη. Κάθε ενθύμηση του αμαρτωλού παρελθόντος μας. Κι αφού τα κάνεις όλα αυτά, άφησε τη θύρα ανοιχτή για να βαδίσουμε στο δρόμο της Αγάπης και της Αλήθειας.
“Βοήθησέ μας ν' ακολουθήσουμε εσένα και ακολουθώντας σε ν' ακολουθήσουμε τον Υϊό του Πατρός, τον Σωτήρα ημών και Κύριο Ιησού Χριστό”, είπε ο Γιώργος και σιγοψιθύρισαν και οι δύο φίλοι του.
Ήταν η προσευχή που είχε γράψει ένα βράδυ ο Γιώργος κι αφού την έδειξε στους φίλους του, την είχαν μάθει απ' έξω να τη λένε. Ήταν ανθρώπινη και την ένιωθαν τόσο οικεία που μπορούσαν να τη λένε και να τη νιώθουν από καρδιάς. Άλλωστε, τη Χάρη του Αγίου Γεωργίου, την έβλεπαν να λάμπει μέσα από τη φιλία τους και ιδιαίτερα στο πρόσωπό του φίλου τους Γιώργου.
Μετά την προσευχή, ο Γιάννης προχώρησε λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, πάνω από τα φύλλα του πλάτανου και σα να έβλεπε τον Άγιο ψιθύρισε: “Άγιέ μου, συγχώρεσέ με για τη σκέψη μου. Ξέρω πως όλη η δόξα μου είναι του Κυρίου μας που δρα μέσα από εσένα. Τα δώρα μου είναι δικά σας. Οι αρετές μου δικές σας είναι. Σ' εμένα ανήκουν μόνο οι αμαρτίες μου. Μέχρι να μου τις πάρει ο Κύριος δηλαδή. Αλλά μέχρι τότε βοήθησέ με να ζήσω με αυτές”.
Έτσι τελείωσε την προσευχή του Έκανε το σταυρό του και υποχώρησε. Οι φίλοι του τον περίμεναν υπομονετικά. Ο χρόνος περνούσε για το διαγωνισμό μα δεν τους ένοιαζε. Η ψυχή τους και η φιλία τους ήταν πιο σημαντική από το διαγωνισμό. Ο Γιάννης, όμως, τους συνέφερε λέγοντας “Τώρα θα νικήσουμε. Τώρα που έχουμε τις ευλογίες του Θεού και των Αγίων Του, τώρα θα νικήσουμε”. Έδωσαν τα χέρια, αγκαλιάστηκαν και ξεκίνησαν ξανά για το χώρο διεξαγωγής του διαγωνισμού.
Δεν άργησαν πολύ, όμως δύο οικογένειες είχαν ήδη τελειώσει τις προετοιμασίες τους. Είχαν ακόμη δέκα, μόνο, λεπτά μέχρι να χτυπήσει ο δήμαρχος το κουδούνι της λήξης. Ο Γιάννης, όμως, δεν τα έχασε: “Έχουμε ακόμη χρόνο να τα καταφέρουμε. Το φαγητό έμεινε περισσότερη ώρα δεμένο από όσο χρειαζόταν. Θέλουμε μερικά ακόμη συστατικά. Θα τα καταφέρουμε, όμως, πιστεύω”.
Το βράδυ, οι τρεις φίλοι ξαναβρέθηκαν στην πλατεία του χωριού. Ήταν και οι τρεις πολύ ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα. Ο Γιώργος γύρισε στο Γιάννη και του είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου “Μπράβο Γιάννη! Καλά τα κατάφερες!”, για να γυρίσει ο Γιάννης να του πει “Μαζί όλοι τα καταφέραμε. Άλλωστε η νίκη μας δεν ήταν ανθρώπινη αλλά και με τη σφραγίδα του Κυρίου μας”. “Και του Αγίου Γεωργίου”, συμπλήρωσε ο Ιάκωβος. “Και του Αγίου Γεωργίου”, συμφώνησαν και οι άλλοι δύο.
Κάπως έτσι κλείνει η ιστορία μας. Με τους τρεις φίλους να δοκιμάζονται μα τελικά να νικούν σε έναν απλό διαγωνισμό μαγειρικής που λίγο έλειψε να λερώσει την ψυχή τους. Όμως, ο πλάτανος τους σκέπασε με τα φύλλα του, όπως αόρατα έκανε και ο Άγιος Γεώργιος με τη χάρη του Κυρίου μας, του Φίλου μας, του Αδελφού μας, του Θεού μας, του Ενός που ακούει στο όνομα Ιησούς από τη Ναζαρέτ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου