Τα χρώματα του Χρήστου
Ο Χρήστος ήταν ένα μικρό παιδί, γύρω στα 10. Μικρο παιδί για όλους τους μεγαλύτερούς του. Είχε όμως ήδη 10 χρόνια που βάραιναν την πλάτη του. Σ' αυτά τα χρόνια είχε μάθει, είχε δει πώς λειτουργούν οι άνθρωποι γύρω του.
Φέτος, ο Χρήστος, αποφάσισε να προσθέσει μία νέα δραστηριότητα στο καλοκαίρι του. Ζήτησε από τους γονείς του να του αγοράσουν μπογιές σε διάφορα χρώματα. Από αυτές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κάνουν τις λωρίδες στην άσφαλτο. Αυτό ήθελε να κάνει κι αυτός, λωρίδες. Μόνο που το δικό του σχέδιο ήταν λίγο διαφορετικό. Οι γονείς του πάντως του τις αγόρασαν.
Γενικά, ο Χρήστος, ήταν ένα πολύ έμπιστο παιδί και πολύ καλόγνωμο. Την περιοχή την ήξερε πολλά καλοκαίρια τώρα και είχε φροντίσει να μάθει προσωπικά και τους ανθρώπους της. Ήξερε πώς λέγονται, ποια η οικονομική τους κατάσταση, πότε πήγαιναν στην εργασία τους και πότε πήγαιναν να αγοράσουν τρόφιμα για την οικογένειά τους.
Στηριζόμενος σε αυτές τις γνώσεις σχεδίασε πάνω στην άσφαλτο μία γραμμή για τον κάθε άνθρωπο, η οποία ακολουθούσε τη διαδρομή που έτσι κι αλλιώς ακολουθούσε αυτός κάθε ημέρα.
Στην αρχή αυτές οι γραμμές ήταν λίγες μα όσο οι ημέρες περνούσαν, πλήθαιναν. Οι κάτοικοι, απονήρευτοι, δεν έβαλαν τίποτα κακό με το μυαλό τους. Στην αρχή αντιστέκονταν να τις ακολουθήσουν μα τελικά εντυπωσιάστηκαν όταν συνειδητοποίησαν πως οι γραμμές δεν ήταν τυχαίες διαγραμμίσεις αλλά πολύ καλά μελετημένες.
Μέρα με τη μέρα, οι άνθρωποι έμαθαν να ακολουθούν τις γραμμές και ξέχασαν το πώς να πηγαίνουν μόνοι τους στις διάφορες εργασίες τους.
Ο Χρήστος ήταν χαρούμενος που οι γνωστοί του, οι άνθρωποι που γνώριζε, χρησιμοποιούσαν κάτι που έφτιαξε εκείνος, που τους άρεσε η ιδέα του. Κι ας μην ήξεραν πως εκείνος ήταν ο υπαίτιος.
Κάποια από τις επόμενες ημέρες όπως ο Χρήστος περπατούσε κοντά στο ανατολικό όριο της πόλης, είδε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που δεν είχε προσέξει άλλη φορά. Αυτό από μόνο του δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό. Τι έκαναν όμως εκεί ένα αγόρι και δύο κορίτσια ανάμεσα στα χόρτα του κήπου; Μάλιστα, αν άκουγε καλά, πρέπει να υπήρχαν και οι γονείς τους στο ίδιο σπίτι. Μα δε μπορεί να ζούσαν εκεί. Κανείς δε θα ήταν δυνατό να κατοικήσει σε αυτό το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Όλα όμως έδειχναν πως αυτή ήταν αλήθεια.
Ο Χρήστος πλησίασε και είπε «γεια» στα τρία παιδιά. Τα δύο κορίτσια, μεγαλύτερα σε ηλικία, πλησίασαν ενώ πιο πίσω ακολούθησε και το αγόρι.
Τι ειπώθηκε μεταξύ τους εκείνη την ημέρα μόνο ο Χρήστος και τα παιδιά το γνώριζαν. Το μόνο σίγουρο είναι πως εκείνο το βράδυ, ο Χρήστος, ήταν αρκετά προβληματισμένος.
Τι ειπώθηκε μεταξύ τους εκείνη την ημέρα μόνο ο Χρήστος και τα παιδιά το γνώριζαν. Το μόνο σίγουρο είναι πως εκείνο το βράδυ, ο Χρήστος, ήταν αρκετά προβληματισμένος.
Ο προβληματισμός αυτός τον ακολούθησε και τις επόμενες ημέρες. Ήλπιζε να βρει μια λύση για τα παιδιά αυτά και τους γονείς τους. Κάπως να βοηθήσει. Μα όσο κι αν έστυβε το μυαλό του δεν κατάφερνε τίποτα.
Την Κυριακή οι γονείς του τον ξύπνησαν και πήγαν στην Εκκλησία όλοι μαζί. Ο Χρήστος ξύπνησε, ντύθηκε και τους ακολούθησε. Πάντα έβρισκε απαντήσεις εκεί όταν είχε ανάγκη. Το ίδιο πίστευε ότι θα γίνει και τώρα.
Η Λειτουργία τελείωσε. Λύση δε βρήκε. Βγήκαν όλοι μαζί έξω από την εκκλησία να λάβουν το αντίδωρο που θα τους μοίραζε ο ιερέας. Βλέποντας όλους τους ανθρώπους συγκεντρωμένους σε ένα κοινό στόχο σκέφτηκε... σκέφτηκε... σκέφτηκε... και τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε.
Από όλα τα χρώματα που είχε ζητήσει από τους γονείς του να του αγοράσουν, είχε μείνει αχρησιμοποίητο ένα ολόκληρο κουτί με κίτρινη μπογιά. Το σχέδιό του ήταν μεγαλεπήβολο αλλά αν ήθελε να τα καταφέρει μέσα σε ένα μόνο βράδυ, χρειαζόταν τη βοήθεια και της μητέρας του και του πατέρα του. Τη ζήτησε λοιπόν.
Η ημέρα ορίστηκε. Βράδυ Παρασκευής προς Σάββατο. Πριν το ξημέρωμα. Όλοι οι κάτοικοι τέτοια ώρα κοιμούνταν συνήθως. Οι γονείς του Χρήστου και ο Χρήστος σπάνε τη συνήθειά τους και έχουν το σπίτι τους φωτισμένο.
Καθισμένοι και οι τρεις γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι που πάνω έχει την κίτρινη μπογιά, τρία πινέλα και τρία μικρότερα δοχεία για να μοιράσουν τη μπογιά σε τρία ίσα μέρη.
Εκείνη τη νύχτα όλες οι γραμμές που είχε κάνει ο Χρήστος διορθώθηκαν και άλλαξαν, τροποποιήθηκαν, σταμάτησαν να διαγράφουν τις καθημερινές εργασίες των ανθρώπων. Άλλαξαν προορισμό. Πλέον όλες τους έδειχναν το εγκαταλελειμμένο σπίτι στην άκρη της πόλης, στα ανατολικά σύνορά της.
Όταν οι κάτοικοι ξύπνησαν το πρωί, ακολούθησαν όλοι τις κίτρινες αυτές γραμμές, τις καινούριες. Κάποιοι από περιέργεια. Κάποιοι άλλοι από το αίσθημα της εξερεύνησης που γενικώς τους διακατείχε στη ζωή τους. Άλλοι από εμπιστοσύνη στο δημιουργό των προηγούμενων γραμμών. Το σίγουρο είναι πως όλοι τις ακολούθησαν. Έφτασαν λοιπόν...
Έφτασαν... Μα αυτό που αντίκρισαν δεν το περίμεναν. Πώς και δεν είχε δει κανείς τους αυτή την οικογένεια τόσον καιρό; Πώς και δεν είχε παρατηρήσει κανείς τους αυτό το παρατημένο σπίτι, το τόσο γεμάτο από ανθρώπινες ψυχές;
Την ίδια έκπληξη ένιωσαν και τα τρία παιδιά μα και οι γονείς τους. Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπροστά στο σπίτι τους;
Την ίδια έκπληξη ένιωσαν και τα τρία παιδιά μα και οι γονείς τους. Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπροστά στο σπίτι τους;
Ο Χρήστος που στεκόταν άυπνος μπροστά στο σπίτι τους έκανε το πρώτο βήμα. Πήγε προς τη δίφυλλη πόρτα της αυλής του σπιτιού και την άνοιξε κάνοντας ένα νεύμα στο πλήθος να περάσει μέσα. Κι όπως τον εμπιστεύτηκαν κάποτε, όμοια έπραξαν και τώρα. Μπήκαν στην αυλή.
Αμέσως, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Όχι αντίπαλες μα εφάμιλλες. Τα παιδιά με τα παιδιά. Οι γονείς με τους κάθε ηλικίας γονείς.
Αμέσως, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Όχι αντίπαλες μα εφάμιλλες. Τα παιδιά με τα παιδιά. Οι γονείς με τους κάθε ηλικίας γονείς.
Σιγά-σιγά οι γυναίκες άρχισαν να φεύγουν. Πρώτες έφυγαν αυτές. Ύστερα ακολούθησαν οι άντρες. Τα παιδιά έμειναν πίσω. Δε θέλησαν να φύγουν.
Οι ώρες πέρασαν κι έφτασε μεσημέρι. Οι γονείς των τριών παιδιών είχαν μείνει με μια ελπίδα πως οι συνάνθρωποί τους θα τους βοηθήσουν. Κι έτσι έγινε.
Οι ώρες πέρασαν κι έφτασε μεσημέρι. Οι γονείς των τριών παιδιών είχαν μείνει με μια ελπίδα πως οι συνάνθρωποί τους θα τους βοηθήσουν. Κι έτσι έγινε.
Οι γυναίκες έφτασαν πρώτες. Η κάθε γυναίκα με ένα πιάτο φαγητό. Πιάτο, όχι ταψί. Δεν ήταν της υπερβολής οι γυναίκες αυτές. "Φάτε αυτό σήμερα κι έχω κι άλλο στο σπίτι να σας φέρω αύριο να έχετε".
Οι άντρες ήρθαν λίγο πιο μετά. Άλλος με ένα ψαλίδι κηπουρικής, άλλος με χλοοκοπτικό εργαλείο, άλλος κουβαλώντας ένα παλιό μα πλήρως λειτουργικό ψυγείο, άλλοι με μπογιές και πινέλα για να μπογιατίσουν το σπίτι μέσα και έξω.
Εκείνη την ημέρα όλη η πόλη ήταν ένα απέραντο δόσιμο. Ένα δόσιμο που επισφραγίστηκε με τον ιερέα να λέει στον πατέρα "Έλα αδελφέ στην Εκκλησία να σου δείξω πώς θα κερδίσεις το μισθό σου. Χρειαζόμαστε ένα διάκονο. Κι έχει ο Θεός!".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου