Το πουλάκι της καλής ώρας
Κατέβηκα ένα πρωινό καθημερινής εργάσιμης ημέρας από το σπίτι μου κατευθυνόμενος προς την εργασία μου. Στο φράχτη του απέναντι κτήματος προσγειώθηκε μια δεκοχτούρα και με κοιτούσε. Δεν ήταν το πιο όμορφο ή το πιο μεγάλο πτηνό που έχω δει. Δε μου φάνηκε πως έχει κάτι το ιδιαίτερο ή ξεχωριστό επάνω της. Μα μια άγνωστη σε εμένα επιρροή με οδήγησε να της απευθύνω το λόγο.
«Καλημέρα πουλάκι», είπα. Σα να με χτύπησε φορτηγό ένιωσα. Άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου διάπλατα αμέσως. Το πουλάκι δε με κοιτούσε πλέον μα είχε πραγματικά εστιάσει επάνω μου. Τα δικά μου μάτια κόλλησαν ακίνητα πάνω στα δικά του. «Καλώς τον», μου είπε τελικά. Αλλά χωρίς να ανοίξει το στόμα του.
«Καλώς σε βρήκα», σκέφτηκα και το πουλάκι έγνεψε θετικά ότι με άκουσε. «Εντάξει, πώς γίνεται αυτό;», το ρώτησα. «Το θέλω, πιστεύω ότι ο Θεός μπορεί να με βοηθήσει να το καταφέρω... και γίνεται». Αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές αποστομωτικές απαντήσεις που θα μου έδινε αυτό το παράξενο πουλάκι.
«Δηλαδή και τα άλλα πουλιά μπορούν να κάνουν το ίδιο;», το ρώτησα. «Όσα έχουν έστω και έναν κόκκο πίστης μέσα τους, ναι», απάντησε. Αν και δεν άκουγα τη φωνή του, ένιωσα τη δύναμη της ψυχής του. Κατάλαβα πως ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Δεν υπήρχαν περιθώρια αμφισβήτησης των πιστεύω του.
«Έχεις όνομα;», ρώτησα. «Έχω», μου απάντησε. Αλλά δε μου άφησε περιθώρια να ρωτήσω ποιο είναι. Ήξερα πως είχα να πάω στην εργασία μου μα η όλη εμπειρία ήταν τόσο πρωτόγνωρη και τα μάτια της ψυχής μου πρώτη φορά τόσο ανοιχτά που δεν ήθελα να φύγω. Επιτέλους έβλεπα τα πραγματικά χρώματα του γύρω κόσμου.
«Ωραία, άρχισες να συνειδητοποιείς το πόσο πολύ το φθαρτό επηρεάζει τον κόσμο γύρω σου. Όμως, έχεις αμελήσει κάτι», είπε. «Και τι είναι αυτό που αμέλησα;», ρώτησα πάλι. Είχα πια εκπαιδευτεί πως η συζήτησή μας θα ακολουθούσε το ίδιο μοτίβο ερωταπαντήσεων σε όλη της τη διάρκεια. Μα πάλι πήρε το λόγο για να διακόψει τις σκέψεις μου. Σκέψεις που σε αυτή τη νοητική κατάσταση μοιραζόμουν μαζί του.
«Είναι η ώρα να σε ρωτήσω εγώ. Νιώθεις πως άνοιξαν τα μάτια της ψυχής σου και πράγματι έτσι είναι. Μα γιατί χρησιμοποιείς ακόμη τα φυσικά σου μάτια για να βλέπεις τα πράγματα;»
«Τι εννοείς;», ρώτησα αν και κάτι είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι. Δεν ήμουν άλλωστε άνθρωπος αμαθής από εμπειρικές γνώσεις πνευματικότητας. Είχα συνειδητοποιήσει πως αυτό που μου συνέβαινε, αυτή η εμπειρία που βίωνα εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι το πραγματικά μοναδικό. Αν όχι για την ιστορία του ανθρώπου, σίγουρα για την εποχή μας. Αν όχι για την εποχή μας, σίγουρα για τη χώρα μας. Αν όχι για τη χώρα μας, σίγουρα για την πόλη μου. Αν όχι για την πόλη μου, σίγουρα για τη γειτονιά μου. Αν όχι για τη γειτονιά μου, σίγουρα... «Για σένα», ολοκλήρωσε τη φράση που ξεκίνησε το μυαλό μου ο νέος μου φίλος.
«Ναι, για μένα», συλλογίστηκα. Το φθαρτό μου σώμα, η φυσική μου υπόσταση, μου έλεγε να χρησιμοποιώ τα μάτια μου για να γνωρίζω το πού βρίσκομαι και να είμαι ασφαλής. Σε αυτή την κατάσταση όμως, το καλύτερο που είχα να μου προσφέρω ήταν το να κοιτάξω με τα μάτια της ψυχής μου τον εαυτό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα λοιπόν... κι αυτό έκανα.
Το θέαμα ήταν πραγματικά αφυπνιστικό. Αφυπνιστικό μα και συνάμα αποκρουστικό. Δε μου θύμιζα τίποτα από ό,τι είχα δει σε άλλους ανθρώπους. «Μα εδώ δεν έχουν σημασία οι άλλοι άνθρωποι, μα παρά μόνο εσύ», με διέκοψε το πουλάκι. «Σημασία έχει, εσένα σε ικανοποιεί αυτό που βλέπεις;», συνέχισε.
Πήρα μια βαθειά ανάσα και με ξανακοίταξα για δεύτερη φορά. Ήταν πραγματικά απεχθές αυτό που έβλεπα. Περισσότερο από απεχθές, ήταν συγχυστικό.
Είδα πρώτα τα πόδια μου. Το ένα σκοτεινό και μαύρο σα να πάσχει από γάγγραινα, τυλιγμένο με επιδέσμους και η μυρωδιά ανυπόφορη. Το άλλο ήταν πιο φωτεινό, το χρώμα του ήταν ανθρώπινο μα έλαμπε με μια απόκοσμη λάμψη. Λες και ανήκαν σε διαφορετικούς ανθρώπους, σε δύο σώματα και όχι σε ένα. «Είναι η ώρα να κοιτάξεις και πιο ψηλά», άκουσα.
Έφερα τα χέρια μου στο οπτικό πεδίο της ψυχής μου. Εκεί ήταν που τυφλώθηκα από το φως πραγματικά. «Τι... τι συμβαίνει; Γιατί και τα δύο μου χέρια είναι έτσι;», ρώτησα. Μια ακόμη αφυπνιστική απάντηση ήρθε από το συνομιλητή μου.
«Το δεξί σου χέρι είναι έτσι από τις ελεημοσύνες που προσφέρει στο συνάνθρωπο». «Μα ποιες ελεημοσύνες; Τα κέρματα, τα ψιλά που δίνω κατά καιρούς στους αγνώστους; Σιγά την ελεημοσύνη. Άλλοι έχουν λιγότερα και δίνουν περισσότερα».
«Ναι αυτά. Όμως δεν τα δίνεις σκέτα. Πάντα τα προσφέρεις με ένα χαμόγελο αληθινό και όχι χαιρέκακο. Πάντα μετά από λίγο ξεχνάς το τι έδωσες και σε ποιον. Και πάντα προσπαθείς να μη σε δει ο κόσμος γι' αυτό που κάνεις. Κι αν σε δει, είναι μήπως και σε μιμηθούν».
«Εντάξει, μα τόση λάμψη, τόσο θείο Φως μόνο από την ελεημοσύνη; Ξέρεις, δεν έχω κάνει μόνο καλό μ' αυτά τα χέρια όπως λες. Έχω κάνει κι αμαρτίες!».
«Εξομολογημένες προφανώς γιατί εγώ δε μπορώ να δω την παραμικρή αμυχή. Μην ξεχνάς άλλωστε πως αυτά που δίνεις εσύ, το ό,τι δίνεις, ο Θεός το δεκαπλασιάζει και σου το επιστρέφει».
Σιώπησα. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω όλα αυτά που μου έλεγε το πουλάκι απέναντί μου. Μπροστά μου αποκαλυπτόταν έμπρακτα και ζωντανά η παράδοση της Εκκλησίας μας κι όχι απλά μια ανθρώπινη άποψη. Είναι πράγματι διαφορετικό το να πιστεύεις στην αλήθεια και άλλο, τελείως διαφορετικό, το να σε καθηλώνει αυτή η αλήθεια, ακόμη κι αν την πίστευες ή την επιζητούσες έτσι κι αλλιώς.
Συγκινημένος, ψελλίζοντας σχεδόν, έκανα την επόμενη ερώτησή μου. «Το αριστερό μου χέρι... γιατί είναι έτσι;». «Για τις ελεημοσύνες του δεξιού».
Προσπάθησα να καταλάβω. Πραγματικά προσπάθησα. Μα δεν κατάλαβα τίποτα. Σχεδόν έφτασα σε επίπεδα πονοκεφάλου Δε μπορούσα όμως καθόλου, χωρίς να ρωτήσω, να αντιληφθώ το νόημα των τελευταίων λόγων. Κι έτσι ρώτησα. Κι έλαβα απάντηση...
«Δεν έχεις ακούσει που λένε πως αν αφήσεις τον εαυτό σου για το Θεό, τότε ο Θεός θα καλύψει το κενό; Αντίστοιχα συμβαίνει και με το χέρι σου. Το αριστερό σου χέρι δε δίνει ελεημοσύνη όπως κάνει το δεξί, πράγματι. Μα ακολουθείς με τη στάση της ζωής σου τη ρήση του Ευαγγελίου που λέει το αριστερό χέρι να μη γνωρίζει τι κάνει το δεξί. Αυτό είναι όλο. Τα υπόλοιπα όλα είναι του Θεού εργασία και δουλειά».
Αποκαλυπτικός ο συνομιλητής μου. Αποκαλυπτικός και αποστομωτικός. Ένιωθα όμως μια πικρία μέσα μου από όλα αυτά. Ένιωθα πικρία όμοια με μια παρελθοντική κατάσταση. Τότε που πήγα στον πνευματικό μου να εξομολογηθώ. Τότε που του μίλησα για όλα όσα με βάραιναν, εκτός από μια παιδική μου αμαρτία, χρόνια λησμονημένη. Μα όταν οι νεότερες αμαρτίες μου έφυγαν από πάνω μου και εναποτέθηκαν στον πνευματικό μου για να τις μεταφέρει πλέον εκείνος στο σταυρό του Χριστού, αυτή η παιδική αμαρτία αναδύθηκε στην επιφάνεια κι ένιωσα όχι λερωμένος μα στιγματισμένος, ένιωσα το συναίσθημα που συνοδεύει το «κρίμα είναι». Τα όμοια ένιωσα λοιπόν και για το σαπισμένο μου πόδι. Για αυτό ρώτησα λοιπόν. «Μ' αυτό τι θα κάνω;».
«Όταν καταλήξεις στον κύριο που θες να υπηρετείς, θα γιάνει κι αυτό. Δεν έχεις ακούσει πως ένας δούλος δε μπορεί να έχει δύο κυρίους; Ή θα αγαπήσει τον ένα και θα μισήσει τον άλλον ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλον. Εσύ πότε επιλέγεις ως κύριό σου τον κόσμο και πότε το Θεό! Είσαι διχασμένος σε κάποια πράγματα και όχι πλήρως παραδομένος στον Έναν. Για να σε βοηθήσω να καταλάβεις το πόσο παράλογο είναι αυτό που κάνεις, μοιάζεις με άνθρωπο που πηγαίνει στην εργασία του με ένα ρούχο που είναι μισό σακάκι και μισό αθλητικό μπλουζάκι, μισό καλό παντελόνι και μισό μαγιό, ένα παπούτσι καλό και μία παντόφλα. Δε μπορείς να περπατήσεις έτσι, τρεκλίζεις και κάποιες φορές γλιστράει και η παντόφλα και πέφτεις. Βλέπεις, μόνο στην πτώση μπορεί να σε οδηγήσει το να ακολουθείς τον κόσμο».
«Έχεις δίκιο», παραδέχτηκα. «Μα ποιος θα μου πει, ποιος θα με βοηθήσει να διαλέξω το Θεό όπου διαλέγω τον κόσμο; Θέλω να γίνω τέλειος άνθρωπος. Θέλω να με κάνει ο Θεός τέλειο άνθρωπο...». «Μπορείς εσύ;», ρώτησα τελικά.
«Θυμάσαι τι είπε ο Χριστός στο διάβολο... Μην πειράζεις τον Κύριο και Θεό σου... Δεν είμαι κανένα από τα δύο πρόσωπα, μα καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Καταλαβαίνω τι λες, μα δε με καλύπτει η απάντηση», είπα κάπως διστακτικά μα ισχυρά περίεργος.
«Και άγγελος να ήμουν, δε θα μπορούσα να σε διορθώσω. Θυμήσου τον ιερέα που τον υπηρετούσαν άγγελοι μα ένας άλλος ιερέας του υπέδειξε το λάθος των λόγων που έλεγε στη Λειτουργία. Οι άγγελοι δεν τον διόρθωναν κι ας τον άκουγαν. Τους ρώτησε έπειτα γιατί δεν του παρατηρούσαν το λάθος του. Θυμήσου τι απάντησαν..! Είναι γραμμένο από ανθρώπους να διορθώνονται οι άνθρωποι!»
«Μου λες να πάω στον πνευματικό μου λοιπόν;»
«Στην παρούσα ζωή αυτός είναι ο οδηγός σου! Αυτόν επέλεξες για οδηγό σου! Αυτός είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει [[τα κρύφια σου]] όπως έλεγε ο Άγιος Κυπριανός, κι αυτός μόνο μπορεί να σε καθοδηγήσει και να σε διορθώσει ορθά, κατά το πόσο αντέχει το σώμα σου και η ψυχή σου κάθε φορά».
Ένιωσα πως είχα λάβει ό,τι απαντήσεις μπορούσε τόσο μαζικά να κατανοήσει το μυαλό μου. Σίγουρα θα χρειαζόμουν κάποιον καιρό προκειμένου να συνειδητοποιήσω πλήρως και να εμπεδώσω όσα είδα και έζησα σε τόσο λίγο χρόνο. Αυτό που δε μπόρεσα να αντιληφθώ πλήρως ήταν το αν η σκέψη μου αυτή, αυτό το συναίσθημα κόπωσης που ένιωθα, ήταν εντελώς δικό μου ή μερικώς μεταδιδόμενο από το συνομιλητή μου. Αμέσως σχεδόν μου είπε «Είναι ώρα να πηγαίνω κι εσύ να επιστρέψεις στην κατάσταση που έβλεπες πριν».
«Θα μπορέσω να σου ξαναμιλήσω ποτέ;», ρώτησα. Τίναξε τα φτερά του και αιωρήθηκε πάνω από το φράχτη λέγοντάς μου «Μόνο αν με ξαναδείς. Εγώ είμαι απλά ένα πουλάκι, πλάσμα του Θεού μα όχι Θεός, όχι Άγιος για να σε ακούω κάθε φορά που θα μου μιλάς και να προστρέχω κοντά σου».
«Κατάλαβα», είπα. «Μόνο, μια τελευταία ερώτηση».
«Κοίτα τα χέρια σου», με διέκοψε.
Έβαλα τα χέρια μου μπροστά στα μάτια μου. Τότε τα είδα να αλλάζουν και πάλι. Έφθινε σιγά-σιγά το λαμπερό φως τους μέχρι που έσβησε τελείως. Μόνο τα μάτια μου έβλεπαν κάποια πολύχρωμα στίγματα, απομεινάρι του εκτυφλωτικού φωτός. Η νοητική σύνδεση με το πουλάκι σταμάτησε. Εγώ πάντως την ερώτησή μου την έκανα. Κι ακόμη και έτσι, κατάλαβα την απάντηση. Έτσι έμαθα το όνομά του...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου