Ο αφηγητής

Απόψε κλαίει ο ουρανός και η βροχή χτυπά στο τζάμι.
Ο άνεμος λυσσομανά, σφυρίζει στο σκοτάδι.
Και σύ... δεν ήρθες.

Είναι ο δρόμος αδειανός και λιγοστοί περνάνε.
Οι ώρες είναι ατέλειωτες πικρό ποτό κερνάνε...

Και καθώς σβήνουν τα κεριά και λιγοστεύει η φλόγα
και αντηχούν του ρολογιού, στη μοναξιά, οι κτύποι
η σκέψη σα να σταματά, δε θέλει να θυμάται
Και η βραδιά κυλά. Στο τέλος οδηγάται...

Από τις στάχτες ανασταίνομαι που άφησα ξωπίσω
και ό,τι πίσω έμεινε, πίσω θα το αφήσω
Γιατί κι αν κλαίει ο ουρανός και η βροχή μου γνέφει
ανοίγω το παράθυρο, επάνω μου να πέφτει

Να νιώσω την αγάπη του ουρανού μες στο κορμί μου
Να νιώθω την αλήθεια που ζητάει η ψυχή μου
Τον έρωτα να νιώσω, να δω ή ν' αντικρίσω
Και ό,τι πίσω έμεινε, πίσω να το αφήσω

Κι αν είναι ο δρόμος αδειανός, μ' αγάπη γέμισέ τον
Όποιος κι αν σε αγάπησε, γλυκά αγκάλιασέ τον
Όποιος κι αν σ' εμπιστεύτηκε, δείξε του την αλήθεια
πως έκανε καλά που ήρθε σ' εσένα για βοήθεια

Και δε θα σβήσουν τα κεριά, ούτε θα πέσει η φλόγα
Αν τραγουδάτε στη σιωπή, δε σου χρειάζονται τα λόγια
Εσύ να ζεις, να αγαπάς! Άσε τη νύχτα να θυμάται!
Κι ο αφηγητής, θα δεις, τέλος δε θ' αφηγάται...


Το πρώτο μέρος των στίχων, οι 3 πρώτες στροφές, είναι δανεισμένες από το ποίημα μιας κοπέλας που δε θυμάμαι. Ακόμη κι έτσι όμως οφείλω να κάνω την απαραίτητη σχετική μνεία.

Σχόλια