Ο Ανεστάκος, ο διευθυντής του ορφανοτροφείου
Ο Ανεστάκος ήταν ένα παιδί σαν όλα τα άλλα αν και λίγο διαφορετικό. Όχι το μοναδικό διαφορετικό αλλά όχι συνηθισμένο για την κοινωνία. Την όποιου έτους κοινωνία. Είχε μια ιδιαίτερη αγάπη στους ανθρώπους παρότι οι δικοί του άνθρωποι τον είχαν εγκαταλείψει από νωρίς. Έτσι είχε την ευκαιρία να ζήσει σε ένα ξένο χώρο αλλά - δόξα τω Θεώ - γεμάτο από αγάπη.
Πού να φτάσει την αγάπη της πραγματικής μάνας βέβαια η κυρα-Χαρίκλεια; Το γνώριζε κι η ίδια κι ας μην είχε παιδιά! Τα παιδιά όμως που δεν είχαν γνωρίσει άλλη μάνα, έβρισκαν σε αυτήν μια τεράστια αγκαλιά πάντοτε πρόθυμη να τα αρπάξει και να τα γεμίσει φιλιά. Ακόμη και όταν μεγάλωσαν και έφυγαν από το ορφανοτροφείο...
Έκανε διάφορες δουλειές ο Ανεστάκος. Δούλεψε σε βάρκες και πλοία που πήγαιναν κοντά στην Αθήνα - κυρίως Ύδρα, Αίγινα, Πόρο, σπάνια Κύθηρα - δούλεψε στη Βαρβάκειο αγορά, δούλεψε σε κρεοπωλεία... Μέχρι και ξυλουργός έγινε για μια περίοδο αλλά δεν τα κατάφερνε πολύ καλά. Το σίγουρο πάντως είναι πως ό,τι περνούσε από το χέρι του, σε κάτι το μετέτρεπε.
Δε θεωρούσε πως πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Δεν είναι ότι παρηγοριόταν προσπαθώντας να κοροϊδέψει τον εαυτό του· αλλά πραγματικά δεν το πίστευε.
Κάποια φορά, η κυρα-Χαρίκλεια ανακοίνωσε στα παιδιά του ορφανοτροφείου πως θα πήγαιναν να δουν ταινία στο σινεμά όλοι μαζί. Όλοι ενθουσιάστηκαν! Ρωτήθηκαν τι θα ήθελαν να δουν και τελικά κατέληξαν στη νεανική ταινία της εποχής: ο Χάρι Πότερ και ο Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν.
Δεν ήξεραν τι είναι η ταινία, δεν ήξεραν ότι υπήρχαν άλλες δύο πριν από αυτή, δεν ήξεραν πως υπήρχαν βιβλία... Είχαν σχετικά περιορισμένη πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες λόγω των ελλείψεων που παρατηρούνταν στο ορφανοτροφείο. Πάντως τη διασκέδασαν όσο μπορούσαν. Και στο τέλος προσπαθούσαν να μαντέψουν τα κομμάτια που τους έλειπαν.
Ο Ανεστάκος ήταν τότε 12 ετών... Από όλη την ταινία, του αποτυπώθηκε μια σκηνή σαν πιο ιδιαίτερη που την κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του στη μνήμη του. Η θεία Μαρτζ, μίλησε άσχημα για τους γονείς του Χάρι. Τότε εκείνος, έχασε τον έλεγχο και ως μάγος που ήταν στην ιστορία, τη φούσκωσε σα μπαλόνι.
Εκείνο το βράδυ έμεινε σκεπτικός. Σκέφτηκε τους δικούς του γονείς που τους αγαπούσε, σαν ιδέα έστω, καθότι δεν τους γνώρισε ποτέ. Σκέφτηκε ότι η κυρά-Χαρίκλεια δεν επέτρεπε σε κανέναν να πει το οτιδήποτε για τους γονείς κάποιου άλλου, είτε εντός είτε εκτός του ορφανοτροφείου. Μα αυτά ήταν το τι μπορούσε να αποφύγει ώστε να μην γίνει επιτιθέμενος. Στον αντίποδα, κατάλαβε πόσο εύκολο είναι να χάσεις τον έλεγχο κι από αμυνόμενος να γίνεις θύτης. Αυτό τον κράτησε ξάγρυπνο αρκετές ώρες...
Ο Ανεστάκος μεγάλωσε... Έφτασε 23 ετών. Η κυρα-Χαρίκλεια, κουρασμένη πια από τον καθημερινό μόχθο, είχε τη χαρά να αναπαυθεί «σὲ τόπο φωτεινό, σὲ τόπο χλοερό, σὲ τόπο ἀναψύξεως, ὅπου δὲν ὑπάρχει, ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός».
Τουλάχιστον, αυτά ήταν τα λόγια που είπε ο ιερέας. Και τα πίστεψε. Έτσι τους είχε πει κι η κυρά-Χαρίκλεια, να πιστεύουν και να ερευνούν! Κι αν κάποιος τους πει να μην ερευνούν, να ελέγξουν μήπως ο τρόπος που προσπαθούν να βρουν την αλήθεια είναι λάθος κι όχι το ότι θέλουν να βρουν την αλήθεια.
Τα ορφανά δεν έμειναν στο δρόμο. Ήρθε νέος ιδιοκτήτης στο ορφανοτροφείο. Κάποιος μακρινός ανιψιός της που σκέφτηκε πως θα μπορούσε να εισπράξει μερίδιο από τις συνδρομές για την ενίσχυση του ορφανοτροφείου με τελικό σκοπό την ενίσχυση της δικής του τσέπης. Ατυχές φυσικά καθότι η κυρα-Χαρίκλεια είχε και σύνταξη που την έδινε όλη - κι όχι μόνο το 10% - και επιπλέον όλοι τη συμπαθούσαν και έδιναν ό,τι περισσότερο μπορούσαν για να τη δουν χαμογελαστή με τα ματάκια της να λάμπουν και να λένε ένα «ευχαριστώ» πιο μεγάλο από αυτό που μπορούσαν οποιαδήποτε χείλη να πουν...
Φαίνεται πως στην περίπτωση αυτή το μήλο είχε πέσει αρκετά μακριά από τη μηλιά. Ανιψιός της ήταν άλλωστε...
Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο μα ο Ανεστάκος δεν ξέχασε το μέρος που μεγάλωσε. Κάποια στιγμή βρέθηκε μέσα σε μια εκκλησία, ένα μεσημέρι, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής πίσω από την Εθνική Οδό στο ύψος του Κηφισού. Περνούσε απλώς από την περιοχή για δουλειά αλλά είχε πάει, ως συνήθως, νωρίτερα. «Καλύτερα έτσι παρά αλλιώς», σκεφτόταν.
Βρέθηκε πάλι σε νεκρώσιμη ακολουθία ενός άνδρα. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν άλλα λόγια αυτά που αποτυπώθηκαν στην ψυχή του...
«Τὰ χέρια Σου μὲ δημιούργησαν καὶ μὲ ἔπλασαν, δῶσε μου σύνεση καὶ θὰ μάθω τὶς ἐντολές σου. Ἐλέησέ με Κύριε. Διότι γεννήθηκα σὰν ἀσκὶ στὴν παγωνιά, ἀλλὰ τὰ δικαιώματά Σου δὲν λησμόνησα. Ἐλέησέ με Κύριε. Δικός σου εἶμαι Κύριε σῶσε με, τὰ δικαιώματά σου ζήτησα. Ἐλέησέ με Κύριε. Ἀπὸ τὰ κρίματά σου δὲν παρεξέκλινα, διότι Σὺ ἔκαμες νόμο γιὰ μένα. Ἐλέησέ με Κύριε. Στράφηκα μὲ τὴν καρδιά μου στὸ νὰ πράττω τὶς ἐντολές Σου μὲ σκοπὸ νὰ πάρω τὴν ἀνταμοιβή. Ἐλέησέ με Κύριε. Εἶναι καιρὸς Κύριε νὰ σώσεις τοὺς δούλους Σου ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς παραβίασαν τὸν νόμο Σου. Ἐλέησέ με Κύριε!»
Λιγο πριν φύγει, προχώρησε μέχρι την εικόνα της Μεγαλόχαρης, της Παναγίας που κρατούσε το Χριστό. Εκεί έζησε το θαύμα...
Είδε την εικόνα της Παναγίας με το Χριστό και ονειρεύτηκε πως σα να άνοιξε λίγο, στην εικόνα, η αγκαλιά τους· και σα να είδε το πρόσωπό του ανάμεσά τους· και σα να ένιωσε ταυτόχρονα τη μητρική και την πατρική αγκαλιά, τη θεία, την ατέλευτη, την αιώνια· και σα να μην ήθελε να ξυπνήσει ποτέ· όχι από ανοία αλλά από το ύψος και ταυτόχρονα το βάθος της εμπειρίας. Ήθελε να μείνει για πάντα το παιδί αυτό στα χέρια Της, δίπλα Του κι ας ήταν μεγάλος άνθρωπος πλέον...
Όταν συνήλθε από το θαυμαστό αυτό γεγονός, θυμήθηκε το ορφανοτροφείο. Θυμήθηκε το φόβο του αλλά και την αγκαλιά της άγνωστής του τότε κυρά-Χαρίκλειας. Σκέφτηκε πως κι αλλά παιδιά, αυτή τη στιγμή, μπορεί να πήγαιναν στο ίδιο ορφανοτροφείο και αυτή η αγκαλιά να τους έλειπε. Δεν ήξερε αν αυτός θα ήταν ο καταλληλότερος να τη δώσει αλλά σίγουρα είχε τα φόντα να βρει και να μισθώσει μια κυρία που θα τα παρείχε όλα στα παιδιά.
Ο νέος ιδιοκτήτης του ορφανοτροφείου δεν άργησε να θέλει να παρατήσει τα σχέδιά του. Όταν εμφανίστηκε ο Ανέστης για να πάρει αυτό το βάρος από πάνω του τού φάνηκε σα θεόσταλτος σωτήρας. Έτσι υπογράφηκαν τα απαραίτητα έγγραφα, δόθηκε το απαιτούμενο χρηματικό πόσο και η αλλαγή ιδιοκτήτη ολοκληρώθηκε.
Τα πράγματα δεν έγιναν πιο εύκολα μόνο και μόνο επειδή ξαφνικά ήρθε ο Ανέστης. Οι δυσκολίες ήταν πολλές. Χρειάστηκε δουλειά. Πολλή δουλειά, πολύ τρέξιμο και άψογος συντονισμός. Από όλους μα κυρίως από τον ίδιο. Χρειάστηκε να «ρίξει» το πρόσωπό του και να βγει στους δρόμους να κάνει εράνους! Όχι πως είχε κανέναν ιδιαίτερο εγωισμό. Δεν είχε συνηθίσει ομως να βγαίνει στους δρομους και να ζητάει... ελεημοσύνη!
Σκεφτόμενος τα παιδιά, το άντεχε. Κάποια φορά όμως έβαλε όλη του τη σκέψη και τη μαεστρία στο πώς θα επιτύχει το σκοπό του χωρίς να νιώθει άσχημα. Συνειδητοποίησε πως ακόμη κι αν δεν τα είχε καταφέρει ως ξυλουργός, ως ξυλογλύπτης ήταν καλός. Ετσι, έφτιαξε με τη βοήθεια ενός γείτονα ένα μικρό ξύλινο σταυρουδάκι. Όταν βγήκε καλό, έφτιαξε κι αλλά 100. Οι μικρές διαφορές που είχαν μεταξύ τους τα τελικά προϊόντα, μαρτυρούσαν πως ήταν χειροποίητα κι όχι εργοστασίου. Τα πήρε, ευχαρίστησε το γείτονα και αποχώρησε.
Ξεκίνησε όχι από τη γειτονιά μα από εκεί που έζησε το θαύμα. Επέστρεψε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στον Κηφισό όπου βρήκε τον ιερέα και μίλησαν λίγο οι δυο τους. Εξομολογήθηκε. Και ύστερα ένιωθε πιο δυνατός. Πίστευε, όπως και όντως έγινε, πως με την εξομολόγηση όλα τα σφάλματα του παρελθόντος του θα έσβηναν. Αν ήθελε να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να είναι σίγουρος πως είναι καλός σκοπος, με σωστό τρόπο και πως έχει το Θεό βοηθό.
Αυτός ο ιερέας ήταν που του έμαθε και τα «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό» και τα «Υπεραγία Δέσποινα ημών Θεοτόκε και αειπάρθενε Μαρία, σώζον ημάς» με την προτροπή «να σου γίνουν βίωμα κι όχι συνταγή για να πιάσουν τα ξόρκια».
«Εχεις δυσκολίες να αντιμετωπίσεις, πολλές», συμπλήρωσε ο ιερέας, «μα με θαυμαστό τρόπο, εφόσον επιμένεις στην ευχή, θα απομακρύνονται».
Σε αυτόν τον ιερέα έδωσε το πρώτο σταυρουδάκι. Κι ο ιερέας το πήρε ευλαβικά και το ασπάστηκε. Ύστερα, πήρε στα χέρια του το σακουλάκι με τα σταυρουδάκια που είχε φτιάξει ο Ανέστης, τα σταύρωσε με το σταυρό που φορούσε στο λαιμό του, αυτόν που είχε τεμάχιο Τίμιου Ξύλου, και του τα επέστρεψε. «Άλλος άνθρωπος τα έφτιαξε κι άλλος τα παραλαμβάνει», του είπε.
Εκείνη την ημέρα τα έδωσε ολα. Όλα, αφιλοκερδώς. Μόνο να, σαν η Θεία Χάρη να του είχε κλείσει το στόμα και δε διαφήμιζε την πραμάτεια του. Από μόνος του ο κόσμος τον ρωτούσε «γιατί τα μοιράζετε δωρεάν;» κι εκείνος υποχρεωνόταν να απαντήσει. «Διατηρώ ένα ορφανοτροφείο με παιδιά διαφόρων ηλικιών στον Πειραιά και...». Ο κόσμος τον πίστευε εκείνη την ημέρα. Του έλεγε μάλιστα «Αντί να βγάλετε τα παιδιά να κάνουν έρανο, βγήκατε εσείς, ολόκληρος διευθυντής;»... και του έδιναν το κατιτίς παραπάνω από αυτό που είχαν υπολογίσει.
Στο ορφανοτροφείο, τα παιδιά τον αγάπησαν από την πρώτη μέρα τον Ανέστη. Αφότου, μάλιστα, έμαθαν πως ήταν προϊόν του ίδιου ορφανοτροφείου, τον αποκαλούσαν «Δικέ μας» και - μεταξύ σοβαρού και αστείου - το εννοούσαν. Ίσα-ίσα που είχαν όλα τους πιο πολλή όρεξη να τον αντιγράψουν και να του μοιάσουν στην υπομονή, στην καρτερικότητα, στην πίστη, στην αγάπη...
Και στην αγάπη της Άννας βέβαια· της κυρίας Άννας που, παρότι πληρωνόταν, δε δούλευε μα λειτουργούσε... «Αγία Νοσοκόμα» την έλεγαν μεταξύ τους τα παιδιά... Κι ήταν άξια συνεχιστής του έργου της κυρα-Χαρίκλειας, όμοιά της σε πολλά... Ορφανόπαιδο άλλωστε κι εκείνη από το ίδιο ορφανοτροφείο... Ήξερε τι διάλεξε ο Ανέστης για μάνα των «παιδιών» του..!
Τελικά, ίσως η φράση «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πεσει» που αναφέρθηκε παραπάνω, να σχετίζεται περισσότερο με τους ανθρώπους με τους οποίους ασχολούμαστε και όχι αποκλειστικά με τους συγγενικούς δεσμούς.
Το σίγουρο είναι πως ο Αναστάσιος Γιασενέτσκι από τη Ρωσία, παρέα με την Άννα, την «Αγία Νοσοκόμα», συντοπίτες κι ας μην το γνώριζαν, κατάφεραν να κάνουν το ορφανοτροφείο ένα πρότυπο στέγασμα για τα παιδιά που το είχαν τόσο πολύ ανάγκη.
«Εἶμαι εἰκόνα τῆς ἀνείπωτης δόξας Σου ἂν καὶ φέρω σημάδια τῆς ἁμαρτίας. Λυπήσου τὸ πλάσμα Σου Δέσποτα καὶ καθάρισέ το μὲ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Δῶσε μου τὴν πατρίδα ποὺ ποθῶ κάνοντάς με ξανὰ πολίτη τοῦ Παραδείσου.»
Σημείωση: Το επίθετο Γιασενέτσκι είναι το πραγματικό επίθετο του Αγίου Λουκά του Ιατρού. Άννα ήταν το όνομα της γυναίκας του και αυτή ήταν που είχε την προσωνυμία «Αγία Νοσοκόμα» επειδή ξεχώριζε για την καλοσύνη της και για την αγάπη της για τον πλησίον που φρόντιζε ασταμάτητα. Όταν ο Άγιος Λουκάς συναντήθηκε με την Άννα, κατάλαβε ότι θα ήταν η μέλλουσα σύζυγός του. Από τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Όσο για τις ευχές που είναι γραμμένες με πλάγια γράμματα είναι από τη Νεκρώσιμη Ακολουθία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου