Δεν πρέπει κανείς να με διαβάσει

Έτσι σκέφτηκε το βιβλίο και - τσουπ - πετάχτηκε έξω από τη βιβλιοθήκη. "Δε θα γίνω εγώ έρμαιο στον κάθε τυχάρπαστο που θέλει να ξεφυλλίσει και να σημειώσει στις σελίδες μου!".

Το μικρό μας βιβλιαράκι, ένα που είχε καφέ ξεθωριασμένο εξώφυλλο με μια εικόνα ενός προσώπου μπροστά, μόλις είχε τελειώσει μια ακόμη από εκείνες τις συζητήσεις που προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα: πώς οι άνθρωποι είχαν ταλαιπωρήσει ένα βιβλίο από αυτά που υπήρχαν επίσης στη βιβλιοθήκη μαζί του.

"Α, πάει και τελείωσε! Δεν κάθομαι εγώ εδώ να κάνουν τα ίδια και σε εμένα! Φοβάμαι!", αναφώνησε το βιβλιαράκι κατεβαίνοντας.

"Μα που πας;", του φώναξαν τα άλλα βιβλία, άλλα πιο λεπτά κι άλλα πιο χοντρά. "Γιατί στρέφεσαι ενάντια στο σκοπό σου; Αφού για τους ανθρώπους φτιαχτήκαμε! Για να τους εξυπηρετούμε!".

"Λυπάμαι φίλοι μου αλλά δε μπορώ! Ανησυχώ για τη ζωή μου!", φώναξε κι εκείνο και περπατώντας πότε με τις δεξιές σελίδες και πότε με τις αριστερές, βγήκε από το δωμάτιο.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και όλοι έλειπαν από το σπίτι. Πού να πάει για να ξεφύγει;

Βγαίνοντας από το δωμάτιο βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο - για το μέγεθός του - διάδρομο. Σαν κάτι να το τράβαγε προς το δωμάτιο στο τέλος του. Σαν το φως που έμπαινε από τις ανοιχτές κουρτίνες ενός παραθύρου εκεί να του φαινόταν οικείο.

Κοντοστάθηκε. Ύστερα από λίγο, σα να το κέρδισε η περιέργεια, κατευθύνθηκε σιγά-σιγά προς το δωμάτιο.

Μέσα εκεί μπόρεσε να εντοπίσει ένα κρεβάτι. Εξ αρχής φαινόταν άδειο αλλά γρήγορα κατάλαβε πως αυτό δεν ίσχυε. Ένας άνθρωπος, ακίνητος βρισκόταν εκεί. Μάλλον κοιμόταν.

Περιέργως, σαν κάτι να του θύμιζε αυτός ο άνθρωπος. Αλλά τι; Άλλωστε, όποιος και να ήταν πώς θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί μετά από τόσα που άκουσε για τους ανθρώπους;

Αποφάσισε να διακινδυνεύσει... Ήταν πολύ έντονο το συναίσθημα της οικειότητας... Σκαρφάλωσε με όποιον τρόπο μπορούσε στο κρεβάτι. Βρέθηκε στα πόδια του ανθρώπου. Τα άγγιξε. Δεν κουνήθηκαν. Προχώρησε πιο ψηλά.

Τρέκλισε, συρόμενο προς το δεξί χέρι. Γυναίκα ήταν. Ηλικιωμένη. Γιαγιάκα... Είχε μια μυρωδιά οικεία... Κι όσο την πλησίαζε τόσο πιο πολύ ένιωθε πως πετύχαινε το σκοπό της ύπαρξής του..!

Μα πώς; Αυτό που πριν λίγα δευτερόλεπτα ήθελε απεγνωσμένα να φύγει μακριά, τώρα ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη για τον άνθρωπο αυτόν...

Μόλις την άγγιξε, τα δάχτυλα του χεριού της κουνήθηκαν. Έμεινε ακίνητο, έκπληκτο. Ήταν όμως πολύ αργά για να κάνει πίσω. Τα γερασμένα δάχτυλα της γυναίκας πήραν το βιβλίο και το σήκωσαν στο ύψος των ματιών της για να το κοιτάξει καλύτερα.

Χρειάστηκε κάποια προσπάθεια για να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που κρατούσε στα χέρια της. Χρειάστηκε να αναζητήσει με το άλλο ελεύθερο χέρι της κάτι γυαλιά σε ένα κομοδίνο. Όταν τα βρήκε και τα φόρεσε, αναφώνησε μόνο ένα «Ωωωω» που έσβησε από χαρά και έκπληξη. Ένα νεανικό χαμόγελο ερευνητή που βρήκε το κομμάτι του παζλ που έψαχνε χρόνια, σχηματίστηκε στο πρόσωπό της και το φώτισε!

«Καλό μου, πως βρέθηκες εδώ; Θεέ μου, τι δώρο ήταν αυτό!».

Κι ύστερα το άνοιξε.

Κι ένιωσε το βιβλίο τα ακροδάχτυλα της γιαγιάς να το ακουμπούν σε κάθε λέξη που ήταν γραμμένη πάνω του. Και ύστερα ένιωσε τα μάτια της γιαγιάς να ρουφούν κάθε νόημα που ήταν γραμμένο μέσα του.

Δεν το απομυζούσαν όμως. Περιέργως, ένιωθε μια σύνδεση με την καρδιά της ηλικιωμένης γυναικας μέσα από όλα αυτά. Κι ύστερα, ξαφνικά, η γιαγιάκα κοιμήθηκε...

Το βιβλίο θυμήθηκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή από που ήξερε τη γιαγιά...

Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν την είχε δει. Δεν ήξερε αν ζούσε ή αν είχε πεθάνει ή αν το είχε απλά εγκαταλείψει ή αντικαταστήσει. Μα αυτή η γιαγιά ήταν κάποτε νέα. Μπορεί όχι παρά πολύ νέα όταν γνωρίστηκαν αλλά σίγουρα ήταν 40 ετών. Ύστερα 50. Ύστερα 60..

Μετά την έχασε...

Μάλλον κάποιο πρόβλημα υγείας θα περιόρισε τις μετακινήσεις της και θα τους κράτησε μακριά.

«Ας ειναι, τώρα είμαι εδώ κι είμαστε μαζί!», σκέφτηκε το βιβλίο και κούρνιασε μέσα στο χέρι της γιαγιάς, ανοιχτό, σαν μικρή κουβέρτα στην κοιλιά της· κουβέρτα που σκεπαζόταν από το χέρι της που επίσης σαν κουβέρτα το κάλυπτε.

Κι έτσι σμίξανε ξανά βιβλίο και κάτοχος. Κι ευχαρίστησε και το βιβλίο το Θεό. Γιατί προσπαθώντας να αποφύγει το σκοπό του, τον κέρδισε...

———

ΥΓ: Το βιβλίο ήταν η Ιερά Συνοψις... Η γιαγιά μου το είχε σε καφέ χρώμα... Εγώ το βρήκα σε άλλο χρώμα στο διαδίκτυο... Κι ας το έχω στο σπίτι μου εκείνο το βιβλιαράκι της γιαγιάς μου...


 

Σχόλια