Ήμουν κι εγώ από τα δέντρα του χειμώνα


Ήμουν κι εγώ από τα δέντρα που άντεχα το χειμώνα. Γιατί ο πατέρας μου ήταν αειθαλής και τίποτα δε μπορούσε να με χωρίσει από την αγάπη του. Μόνο εγώ μπορούσα να παραδώσω τις ρίζες μου στον εχθρό. Μόνο εγώ μπορούσα να πω στον πατέρα μου πως δε θα ακολουθήσω το παράδειγμά του. Μόνο εγώ μπορούσα να πω στον κισσό που προσπαθούσε επανειλλημένα να σταθεί κοντά μου, στις ρίζες μου, πως από αγάπη και παρακούγοντας τον πατέρα μου, θα τον δεχτώ στο μέρος που τρέφομαι για να φάμε μαζί από το ίδιο πιάτο, από το ίδιο χώμα.

Κάποια στιγμή η επιμονή του κισσού με λύγισε και πιστεύοντας πως είχα ξεπεράσει τον πατέρα μου στο αίσθημα της αγάπης, του είπα το πολυπόθητο "ναι". Κι ήταν ήσυχα στην αρχή. Ήσυχα. Πολύ ήσυχα. Αρμονικά και όμορφα όλα. Έβλεπα τον κισσό να μεγαλώνει δίπλα μου και χαιρόμουν. Ύστερα, το σώμα του άγγιξε τον κορμό μου κι ένιωσα μάλλον όμορφα αν και κάπως άβολα. Ένιωσα σαν τα ζευγάρια των ανθρώπων τα ερωτευμένα που αγγίζουν τα πόδια τους την ώρα του ύπνου και κουλουριάζονται. Ένιωσα όμως και μια παραβίαση του προσωπικού μου χώρου. Γιατί όμως; Αφού εγώ το είχα επιτρέψει...

Τι άλλαξε; Άλλαξε ο κισσός; Δύσκολο... Αυτός συνεχώς δυνάμωνε. Εγώ ένιωθα όλο και πιο αδύναμος. Ένιωσα βασικά δύο πράγματα... Ένιωθα αφενός το σώμα μου πιο αδύναμο, αφετέρου - το πιο άσχημο - ένιωθα την ψυχή μου να δηλητηριάζεται από αρνητικές σκέψεις για τον κισσό. Όλο και περισσότερες.

Μα πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Συν ότι - για κάποιο περίεργο λόγο - όποτε ήμουν έτοιμος να εκραγώ από τον αρνητισμό και να τον διώξω, πάντα κάπως το καταλάβαινε και μου θύμιζε το πόσο ωραία είναι η φιλία μας και πόσο μοναδική και κατηγορούσα τελικά τον εαυτό μου για το πόσο κακός είχα φανεί στο φίλο μου.

Από καιρού εις καιρόν, όλα γίνονταν δυσκολότερα κι εγώ ένιωθα η αγάπη μου να με καταστρέφει... Και τότε έγινε κάτι που με πλήγωσε βαθειά... Ο πατέρας μου, το πρότυπό μου που όμως την αγάπη του ξεπέρασα, έκανε κι άλλο παιδί. Σα να μην έφτανε όμως μόνο αυτό αλλά το έβαλε να μεγαλώσει και δίπλα μου, μέσα στην οικογένειά μας!

Λυπήθηκα, στενοχωρήθηκα, θύμωσα! Ήμουν πολλών ετών πλέον! Ήταν η δική μου σειρά να κάνω παιδί αν ήθελα! Κι ας μην ήθελα...

Ο χρόνος πέρασε λίγο ακόμη και ο φίλος μου εξέφρασε ενδιαφέρον γι' αυτό το νέο γιο του πατέρα μου. Προσπαθούσε να τον προσεγγίσει με πολλούς τρόπους αλλά δεν τα κατάφερνε. Μέχρι που κάποια στιγμή εγκατέλειψε εντελώς το σώμα μου και τον είδα να σέρνεται στο χώμα. Ανάμεσα σε εμένα και το νέο γιο του πατέρα μου υπήρχε τελικά ένας αρκετά μεγάλος βράχος που - όσο κι αν προσπαθούσε ο φίλος μου - προστάτευε το νέο του γιο.

Ο κισσός είχε τέτοια λαχτάρα να τον φτάσει και να δεθεί μαζί του που με εγκατέλειψε πλήρως και τελικά βρέθηκε όλος στο χώμα. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο φίλος μου με εγκατέλειψε πλήρως και έμεινε προσκολλημένος στο νέο δέντρο που φύτρωσε. Μα αντί να αισθάνομαι πληγωμένος, αισθανόμουν δυνατός, αφυπνισμένος και - περιέργως - με θετικές σκέψεις για το μέλλον.

Μέχρι που μια μέρα - εντελώς ξαφνικά - το νέο δέντρο νεκρώθηκε, πέθανε κι ύστερα από τρεις ημέρες το ίδιο συνέβη και στον κισσό. Ζήτησε τη βοήθειά μου αλλά πλέον είχα ανακτήσει την πίστη στον πατέρα μου, στην καλή του διάθεση και στην αγάπη του. Περιέργως μάλιστα ένιωθα πως το δέντρο που πέθανε, σα να μου είχε δώσει τα στοιχεία που το διατηρούσαν όμορφο, ζωντανό, γλυκό και αληθινό μα και αθάνατο, μάλλον μέσω του χώματος.

Τότε ήταν που μου μίλησε ξανά ο πατέρας μου ύστερα από πολλά χρόνια που είχα να ακούσω τη φωνή του και μου είπε... Τόσο πολύ πως με αγάπησε... που και τον Υϊό του τον αγαπητό άφησε να πεθάνει για να με σώσει!

Και τότε κατάλαβα... Τότε αναστήθηκα! Τότε μετάνιωσα! Τότε συγχωρέθηκα! Τότε έγινα ξανά και πάλι παιδί του πατρός μου! Κι όλα αυτά... χάρη στην αγάπη του τη θυσιαστική για εμένα, το παιδί του!

Αχ, πατέρα μου αγαπημένε... Πώς σε πλήγωσα και πώς μου φέρθηκες... Δοξασμένο το όνομα σου εις τους αιώνες των αιώνων... Αμήν.

Σχόλια