Ο Νικηφοράκος, το παιδί που ψήλωσε απότομα


Ο Νικηφόρος ήταν ένα παιδί λίγο πιο κοντό από τα υπόλοιπα. Όσες τάξεις κι αν πέρασαν, ήταν πάντοτε ο πιο κοντός.

Η μητέρα του τού είχε πει επανειλημμένα πως όταν έρθει ο καιρός θα ψηλώσει μα δυσκολευόταν να το πιστέψει. Δυσκολευόταν όλο και περισσότερο μάλιστα όσο τα χρόνια περνούσαν.

Η αλήθεια είναι πως δεν τον ένοιαζε και πάρα πολύ το αν θα ψήλωνε, δεν τον ένοιαζε για τον εαυτό του δηλαδή αλλά να... Τα παιδιά στο σχολείο τον έλεγαν "σπόρο" και τον κορόιδευαν. Και αυτό ένιωθε πως ξέφευγε από τα όρια της πλάκας. Κι ήταν ακόμη γυμνάσιο...

Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Πλέον είχε να αντιμετωπίσει και την έλλειψη πέρασης στα κορίτσια. Ούτε αυτό τον πολυένοιαζε, είχε τα διαβάσματά του να σκέφτεται αυτός, ενδοσχολικά ή εξωσχολικά, αλλά να... Τα κορίτσια στο σχολείο - ευτυχώς όχι όλα - όποτε περνούσε από μπροστά τους αναφωνούσαν περιπαικτικά «Αχ... Πέρασες δίπλα μου και η φωτιά που είχα... έσβησε» και γελούσαν παρέες-παρέες...

Αυτά δεν άντεχε... Καταλάβαινε πως δεν ήταν κακοί οι συμμαθητές του... Είχαν βρει παιχνίδι και έπαιζαν... Αλλά το παιχνίδι ήταν ένας άνθρωπος κι αυτό τον ενοχλούσε. Δόξαζε μόνο το Θεό που δεν ήταν κάποιος άλλος στη θέση του και ήταν τουλάχιστον αυτός. Μόνο αυτός... Κι ύστερα τον έπιανε μοναξιά...

Κάποια μέρα η συμμαθήτριά του η Μαρία, μια κοπέλα από τις παρέες που τον κορόιδευαν - αν και η ίδια ποτέ μέχρι τώρα - τον πλησίασε κάπως απόμερα σε ένα διάλειμμα. Φάνηκε να θέλει να του μιλήσει... Αλλά τι άραγε;

Τελικά δεν του μίλησε.

Στο επόμενο διάλειμμα πάλι ξέκοψε κάπως κρυφά από την παρέα της και τον πλησίασε. Και πάλι δεν του μίλησε. Μόνο του έδωσε ένα χαρτί γρήγορα-γρήγορα κι απομακρύνθηκε.

Το άνοιξε προσεχτικά και το διάβασε. Ήταν ένας αριθμός σταθερού τηλεφώνου. Κι ένα γρήγορα γραμμένο «Πάρε με το απόγευμα! Μη με κάνεις ρεζίλι!». Το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη της ζακέτας του.

Με τη Μαρία ήταν στην ίδια τάξη αλλά όχι στο ίδιο τμήμα. Ήταν γείτονες σχεδόν, 1-2 δρόμους μακριά αλλά κατά τα άλλα δεν είχαν πολλές-πολλές επαφές. Όταν ήταν μικρότεροι βρισκόντουσαν στην παιδική χαρά της γειτονιάς τους και έκαναν κούνια ή τσουλήθρα μαζί, αναμεταξύ των άλλων παιδιών, αλλά δεν είχαν περαιτέρω συναναστροφές.

Το απόγευμα κατά τις 6μμ σχημάτισε τον αριθμό που έγραφε το χαρτάκι. Το σήκωσε μια καθαρά ανδρική φωνή κι εκείνος, με ένα δισταγμό, ζήτησε τη Μαρία. «Είμαι συμμαθητής της από το σχολείο», είπε στη φωνή που πρέπει να ήταν ο πατέρας της. «Μαρία, σε θέλουν στο τηλέφωνο», απάντησε η φωνή. «Ευχαριστώ», ψέλλισε.

Η Μαρία ακούστηκε ύστερα από δευτερόλεπτα να παίρνει στα χέρια της το ακουστικό και να λέει «Παρακαλώ;».

- Ε, ναι. Γεια. Ο Νικηφόρος είμαι. Μαρία εσύ;
- Α, ναι... Ε, γεια. Τι κάνεις;
- Όλα καλά, εσύ;
- Όλα καλά κι εγώ.
- Ωραία. Με ήθελες κάτι; Μπορώ να βοηθήσω κάπου;
- Εσύ να βοηθήσεις; Όχι, όχι, δε νομίζω. Ευχαριστώ, είμαι εντάξει.
- Α, καλά τότε. Γιατί μου είπες να σε πάρω τηλέφωνο;
- ... Θέλω να σου πω κάτι που νομίζω θα σε βοηθήσει αλλά δεν ξέρω πώς να σου το μεταφέρω για να μη με κοροϊδέψεις.
- Εγώ να σε κοροϊδέψω; Από που κι ως που; Όχι βέβαια!
- Ο,τι κι αν σου πω;
- Φυσικά! Είμαι όλος αυτιά που λένε...
- ... Πιστεύεις στο Θεό;
- Σε μια ανώτερη δύναμη ή σε κάποιον συγκεκριμένο;
- Βρε παιδί μου... είσαι και μπουμπούνας... Στο Χριστό πιστεύεις;;;
- Ε... ναι, πιστεύω.
- Στους Αγίους, στην Παναγία... πιστεύεις; Προσεύχεσαι;
- ...
- Θα μου πεις;
- Ψάχνεις κι άλλες αφορμές να με κοροϊδέψετε;
- Ε; Όχι, όχι! Αλήθεια! Πες μου!
- Φφφφφ... Ναι πιστεύω. Και ναι προσεύχομαι...
- Συχνά;
- Ε, σε κάθε ευκαιρία.
- Ωραία, κοίταξε να δεις... Τον ιερέα τον π. Γεώργιο που είναι στην εκκλησία εδώ στη γειτονιά μας τον γνωρίζεις;
- Τον χαιρετώ οπότε τον βλέπω αλλά τίποτε περισσότερο.
- Θα σου πρότεινα να τον γνωρίσεις καλύτερα. Είχα κι εγώ κάποια προβλήματα παλιά με το σχολείο και με βοήθησε να τα αντιμετωπίσω. Νομίζω πως μπορεί να βοηθήσει κι εσένα.
- Ε... ευχαριστώ, μάλλον... Αλλά πώς θα βοηθήσει; Θα σας κάνει ντα;
- Αρχικά μπουμπούνα δε σε έχω κοροϊδέψει ποτέ εγώ!
- Έχεις γελάσει όμως!
- Πφφφ... Ναι, έχω γελάσει αλλά δεν το θέλω, εντάξει; Κάπως πρέπει να αμυνθώ κι εγώ...
- Μμμ... ναι... καταλαβαίνω.
- Κοίτα, συγγνώμη, εντάξει; Δεν το κάνω από κακία. Βλέπω όμως πως ζορίζεσαι και στενοχωριέμαι κάθε φορά μέσα μου και γι’ αυτό σκέφτηκα πως ίσως μπορώ να βοηθήσω.
- ...
- Αν θέλεις, αύριο ο π. Γεώργιος έχει μια ομιλία το απόγευμα στις 18:00. Θα είμαι κι εγώ με τους γονείς μου. Θες να έρθεις κι εσύ;
- Δεν ξέρω....
- Δε θα χάσεις!
- Θα το σκεφτώ...
- Εντάξει, όπως θέλεις.
- Σε ευχαριστώ πάντως. Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο σίγουρα.
- Ε, μην είσαι και τόσο σίγουρος.
- Α, ναι, σωστά. Όπως και να έχει, θα τα πούμε!
- Ναι... Α, και κάτι τελευταίο.
- Τι;
- Μπορείς να με καλείς στο σταθερό όποτε θέλεις.
- Μμμ... καλώς, ευχαριστώ!

Το επόμενο πρωινό στο σχολείο ήταν όπως και τα υπόλοιπα. Είχε όμως μια ελπίδα μέσα του πως κάτι μπορούσε να αλλάξει. Είχε κάτι να περιμένει.

Η Μαρία, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έδειξε καθόλου διαφορετική όταν συναντήθηκαν στο διάδρομο. Ακόμη κι έτσι όμως, είχαν ένα κοινό μυστικό, κάτι που τον ένωνε με κάποιον της αντίπερα όχθης... Δεν το είχε αποφασίσει ακόμη να πάει αλλά σίγουρα δεν είχε κάτι να χάσει.

Μέχρι το μεσημέρι είχε πια κατασταλάξει. Πήγε στο σπίτι και ζήτησε από τη μητέρα του να πάνε μαζί στην ομιλία. Εκείνη δέχτηκε. Τον ήξερε τον π. Γεώργιο. «Θα πάει και κανένας συμμαθητής σου;» ρώτησε παραξενεμένη. «Θα πάνε μερικοί», της απάντησε εκείνος.

Έτσι, στις 18:00 βρισκόντουσαν στην εκκλησία. Είχε τελειώσει ο εσπερινός και ο π. Γεώργιος ξεκίνησε τον αργό αλλά γεμάτο με βιώματα λόγο του. Η Μαρία τον χαιρέτησε από μακριά καθώς και τη μητέρα του. Οι γονείς επίσης χαιρετήθηκαν μεταξύ τους. Το θέμα της ομιλίας δεν αφορούσε τα παιδιά αλλά τους γονείς. Πάραυτα, κι ο Νικηφόρος τον άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Όταν τελείωσε, ο κόσμος ξεκίνησε να περνάει από μπροστά του, να τον χαιρετάει και να φεύγει. Λίγοι ήταν αυτοί που ήθελαν να του μιλήσουν. Σε όλους όμως φαινόταν ιδιαίτερα κουρασμένος και τον άφηναν γρήγορα-γρήγορα για να μην τον κουράσουν.

Σαν όμως έφτασε η Μαρία κοντά του κι από πίσω της ο Νικηφόρος, τελευταίοι από όλους, το πρόσωπό του έλαμψε, αναζωογονήθηκε και τους είπε «Εσείς μη φύγετε! Σας θέλω!». Κοιτάχτηκαν με τη Μαρία οι δυο τους και κάθισαν παραδίπλα.

Ύστερα από λίγο ξεκίνησε να τους μιλάει.

- Για πείτε μου τώρα εσείς, πώς τα πάτε στο σχολείο; Όλα καλά; Οι παρέες σας, είναι καλές;
- Το δυνατόν ναι, είπε η Μαρία.

Ο Νικηφόρος δε μίλησε. Δεν ήταν η αγάπη του να κατηγορεί τους άλλους...

- Εσύ, πρέπει να είσαι ο Νικηφόρος. Έχεις κάτι δυσκολίες από όσο μαθαίνω, ε; Λοιπόν, κοίταξε να δεις, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται πάντα. Θυμάσαι το θαύμα με τον τυφλό που έκανε ο Χριστός παιδί μου;
- Αυτόν που δεν είχε μάτια;
- Αυτόν μπράβο! Λοιπόν, αυτός δεν είχε μάτια και ο Χριστός του έφτιαξε καινούργια! Εσύ όμως έχεις αυτιά και ακούς, σωστά;
- Ε... ναι!
- Έχεις ακούσει ποτέ ο Χριστός να πήρε ένα μέλος του σώματος του ανθρώπου που δεν είχε πρόβλημα και να το άλλαξε προς κάτι καλύτερο;
- Ε; Μάλλον όχι...
- Σωστά, έτσι είναι. Κι όμως ο Χριστός, ως Θεός, έχει τη δύναμη να μας αλλοιώνει. Μπορεί να μη σου αλλάξει τα αυτιά αφού για το σκοπό τους δουλεύουν μια χαρά αλλά μπορεί να σου αλλάξει τον τρόπο που ακούς τα πράγματα.
- Δηλαδή;
- Πως τα πας με τα αρχαία ελληνικά παιδί μου;
- Ε, όχι και ιδιαίτερα καλά.
- Υπέροχα. Δε θα σου χρειαστούν άλλωστε.

Σε αυτό το σημείο ο Νικηφόρος έμεινε λίγο εμβρόντητος αλλά συνειδητοποίησε πως ο πάγος της γνωριμίας με τον παππούλη είχε μόλις σπάσει.

- Λοιπόν, κοίταξε εδώ. Έχω τρία φυλλάδια που έχω τυπώσει και θέλω να σου δώσω. Το ένα είναι ο Παρακλητικός κανόνας του συνονόματού σου Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού. Το άλλο είναι ο Παρακλητικός Κανόνας στην Παναγία όταν είναι η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Το τρίτο είναι ο Παρακλητικός Κανόνας του Αγίου Δημητρίου. Θέλω να τα διαβάσεις. Μάλιστα θα σου πρότεινα να τα διαβάσεις και σήμερα κιόλας μόλις πας σπίτι.

Ο Νικηφόρος τα πήρε. Γύρισε σπίτι του, έφαγε κάτι που του ετοίμασε η μητέρα του και πήγε στο δωμάτιό του.

«Ας δούμε τι μπορούμε να καταλάβουμε από αυτά», σκέφτηκε φευγαλέα.

Πρώτα έπιασε το φυλλάδιο του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού. Ούτε που τον γνώριζε. Κι ας είχε το όνομά του. Και κάπου εκεί στο διάβασμα πάνω ήταν που βρέθηκε στο παρακάτω...

«Ο σπόρος Νικηφόρε, τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς ἀγαθῆς καὶ καλῆς σου, καρδίας τὴν γῆν, γεωργηθεὶς τὸν πολύχουν, στάχυν ἐποίησεν»

Τι Άγιος είναι αυτός που δέχεται να τον αποκαλούν... σπόρο; Περίεργο... Το ξαναδιάβασε για να είναι σίγουρος... Κατάλαβε ύστερα πως δεν αποκαλούνταν σπόρος ο Άγιος Νικηφόρος. Όμως σίγουρα η λέξη είχε αποκτήσει μια καλή, μια όμορφη εκδοχή πλέον...

Διάβασε... Διάβασε... Τελείωσε... Κι ύστερα πήγε στο δεύτερο φυλλάδιο. Στον παρακλητικό κανόνα της Ζωοδόχου Πηγής...

Τα μάτια του είχαν κουραστεί από την ημέρα, την ομιλία, το διάβασμα... Μα να... Από την αρχή ακόμη, από την Ωδή Γ’ διαβάζει κάτι που τον τραβάει. Και το ξαναδιαβάζει για να είναι σίγουρος πως διάβασε καλά.

«Οι διψώντες εφʼ ύδωρ, το της Πηγής σπεύσατε, της Αειπαρθένου Μαρίας, και Θεομήτορος, ίνα τον καύσωνα, της χαλεπής αμαρτίας, σβέσητε και λάβητε, χάριν και έλεος».

Όταν τελείωσε, κι αυτό το φυλλάδιο γλυκοκοίταξε το τρίτο του Αγίου Δημητρίου αλλά δε μπόρεσε να συνεχίσει. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις του.

Προετοιμάστηκε για την επόμενη ημέρα στο σχολείο και άφησε το φυλλάδιο στο γραφείο του στο δωμάτιο του. Καληνύχτισε τους γονείς του και ξαπλωμένος, έκλεισε τα μάτια του.

Κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε αλλά το μυαλό του γύρναγε ακούραστο σε αυτά που διάβαζε... Και δεν ήξερε καν αν ήταν το μυαλό του ή ο νους του που ταξίδευε... Πάντως το πρωί ξύπνησε κάπως κουρασμένος αλλά ανάλαφρος... Περίεργα ανάλαφρος.

Σηκώθηκε γρήγορα και ντύθηκε. Ήπιε ένα ποτήρι γάλα και έπιασε πεταχτά το τρίτο φυλλάδιο μήπως έβρισκε στα γρήγορα κάτι ωφέλιμο, κάτι να πιαστεί για να ξεκινήσει τη μέρα του στο σχολείο.

Από όσα είχε διαβάσει, είχε διαπιστώσει πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι το ίδιο πράγμα που παλιότερα τον πλήγωσε, τώρα να τον ενισχύσει ή έστω να τον παρηγορήσει.

Μα είχε ακόμη λύπη μέσα του. Πώς να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που του επιφύλασσε η σημερινή ημέρα; Ένιωθε μόνος. Ίσως όχι τόσο μόνος όσο προχτές, πριν μιλήσει με τη Μαρία... Ίσως όχι τόσο μόνος όσο χτες, πριν διαβάσει όσα του έδωσε ο π. Γεώργιος... Μα κάτι του έλειπε ακόμη...

Κι όπως πέρναγε το βλέμμα του από το αρχαίο κείμενο, το βρήκε...

«Ἐπιφάνηθι Ἅγιε, ἀοράτως ταύτῃ τῇ κληρουχίᾳ σου, καί τήν λύπην διασκέδασον, τήν νῦν κατασχοῦσαν τάς ψυχάς ἡμῶν»

Την λύπη διασκέδασον!
Την λύπη διασκέδασον!
Την λύπη διασκέδασον!

Να, επιτέλους! Αυτό που έψαχνε η καρδιά του! Αυτό που ζητούσε η ψυχή του! Τη λύπη... διασκέδασον! Διασκέδασε τη λύπη σου! Αυτό κατάλαβε το μέσα του! Είναι εντάξει το να νιώθεις λύπη! Δε θα παραδοθείς σε αυτή αλλά είναι εντάξει να τη νιώθεις! Είναι κι αυτή ένα βήμα για να νιώσεις άνθρωπος! Κι είναι υπέροχο να είσαι άνθρωπος!

Είναι υπέροχο να είσαι άνθρωπος γιατί ακόμη κι αν κάποιος σε κατηγορήσει που είσαι ο εαυτός σου, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που θα σε τιμήσουν που είσαι ο εαυτός σου.

Αυτά όμως ήταν μόνο η αρχή...
Η αρχή της αλλοίωσης που του ανέφερε ο ιερέας...
Γιατί πλέον τα αυτιά του άλλαξαν... Όχι σωματικά αλλά πνευματικά!

Πλέον κατάλαβε ο Νικηφοράκος, ο Νικηφόρος! Ο σπόρος... που ξαφνικά μεγάλωσε! Αυτός που στο πέρασμά του έσβηνε τη φωτιά των κοριτσιών της αμαρτίας! Αυτός που σιγά-σιγά έμαθε να κάνει τη λύπη διασκέδαση! Αυτός που ξαναπήγε στις ομιλίες του π. Γεωργίου... Αυτός που κρυφά από το υπόλοιπο σχολείο είχε επαφές με τη Μαρία, τη συμμαθήτριά του που δρούσε σαν κρυπτοχριστιανή... Αυτός... ο Νικηφόρος που ψήλωσε απότομα!

Σχόλια