Η πιο ωραία θάλασσα που είδαν ανθρώπου μάτια

Αυτή ήταν η αγάπη του, η πνοή του, η αναπνοή του, η ζωή του, η ελπίδα του... Αυτή αναπαριστούσε γι' αυτόν το αιώνιο, το ατέλευτο, το συνεχές... Η θάλασσα! Και ήταν αυτή η θάλασσα... διαμάντι! Διαμάντι από τα λίγα! Χρυσό διαμάντι όμως! Όπως λέμε... λάδι! Ή όπως λέμε... κύμα!

Ας το εξηγήσουμε...

Η πιο ωραία θάλασσα που είδε ποτέ του ήταν μπροστά στα μάτια του και απλωνόταν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης του! Ήταν γαλάζια αλλά και πράσινη ανάλογα τον καιρό. Ήταν γαλήνια, λάδι που λέμε και δεν την έπιανε ο καιρός παρά μόνο όταν υπήρχε λόγος να γίνει κυματώδης. Χείμαρρος!

Οι άνθρωποι δεν την προτιμούσαν πολύ-πολύ αλλά αυτός την αγαπούσε. Την αγαπούσε γιατί μπορούσε να προσεύχεται στα νερά της, να φωνάζει δυνατά και να μην τον ακούει κανείς! Δε χρειαζόταν βουνό για να απομονωθεί και να μιλήσει δυνατά! Του αρκούσε να τα πει μέσα στη θάλασσα!

Κι ενώ η θάλασσα αυτή δεν είχε ψάρια, είχε αλιείς, ψαράδες! Τι ψάρευαν; Ποτέ δεν έμαθε! Όσους μήνες κι όσα χρόνια κι αν την κοιτούσε, ποτέ δεν έμαθε! Κάποιες φορές τους ρώτησε τους ψαράδες "Πιάνετε τίποτα;" μα κάθε φορά του απαντούσαν με τον ίδιο ελπιδοφόρο τρόπο "Δεν πιάνει σήμερα. Θα δοκιμάσουμε αύριο πάλι!". Και πράγματι την επόμενη ημέρα... πάλι εκεί όλοι τους!

Μια φορά να βγάζουν κάτι δεν τους είδαν τα μάτια του! Πώς ζούσαν, δεν έμαθε ποτέ! Πώς ζούσαν άραγε την οικογένειά τους! Είχαν οικογένεια; Ποιος ξέρει! Το σίγουρο είναι πως αυτοί οι ψαράδες μπορούσαν να σε διδάξουν, αν τους ρωτούσες, πώς να αντιμετωπίσεις τον καιρό, πώς να αντέξεις τα κύματα, πώς να φωτίσεις τη νύχτα, πώς να βάλεις σωστά το δόλωμα στο καλάμι, ποιο δόλωμα χρειάζεται για το κάθε ψάρι και σε ποιο βάθος ή σε ποιο χρώμα θάλασσας θα βρεις το κάθε ψάρι.

Τα χρόνια πέρασαν και οι αλιείς δεν ξαναήρθαν. "Τι να απέγιναν άραγε;" σκέφτηκε. Και τότε ήταν που είδε ένα περίεργο χτύπημα στο νερό. Κοίταξε παραξενεμένος να δει τι ήταν αυτό! Ήταν πράγματι αυτό που του φάνηκε ότι ήταν;

Εστίασε τα μάτια του και φρόντισε να τα κρατήσει έτσι, ανοιχτά, μην τυχόν και χάσει τη στιγμή! Και τελικά το είδε! Οι αλιείς δεν ήταν εκεί, κανείς δεν ήταν! Αλλά η θάλασσα, η θάλασσά του, η δική του θάλασσα, η ποιο ωραία θάλασσα που είχε δει ποτέ του, είχε γεμίσει ψάρια! Μικρά ψάρια, μεγάλα ψάρια, μεσαία ψάρια... Ψάρια όλων των ειδών!

Κι όταν ήρθαν οι άνθρωποι από τα γύρω χωριά στη θάλασσα και του ζήτησαν βοήθεια γιατί πεινούσαν, εκείνος ήξερε! Ήξερε πώς να τους βοηθήσει! Ήξερε πώς να βάλει σωστά το δόλωμα στο καλάμι, ποιο δόλωμα χρειάζεται για το κάθε ψάρι και σε ποιο βάθος ή σε ποιο χρώμα θάλασσας θα βρεις το κάθε ψάρι. Αλλά το κυριότερο... Ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τον καιρό, πώς να αντέξει τα κύματα, πώς να φωτίσει τη νύχτα...

Μπορεί να ήταν απλός παρατηρητής των πραγμάτων μα όταν ήρθε ο καιρός, εκεί που θαύμαζε τους αλιείς, ξαφνικά έγινε εκείνος αλιεύς! Και γενόμενος αλιεύς ιχθύων για να ταΐσει τους ανθρώπους, έγινε αλιεύς ανθρώπων για να μάθουν κοντά του την τέχνη του. Τέχνη που τη δίδαξε σε όλους απλόχερα. Τέχνη που την αγάπησε και τη σεβάστηκε.

Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά; Αφού ήταν σίγουρος, ήξερε, το γνώριζε, πως σε όλο τον κόσμο, σε όλους τους πλανήτες, όπου και να έψαχνε στο σύμπαν, δε θα μπορούσε να βρει τίποτα που να μοιάζει με τη θάλασσά του. Τη δική του θάλασσα. Αυτή που έμεινε γνωστή στον κόσμο όλο ως... "Η πιο ωραία θάλασσα που είδαν ανθρώπου μάτια"...

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου