Ο Λευτέρης... και η Μυρσίνη του
Ο Λευτέρης ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων. Μπορεί να μην ήταν αυτό που λέμε φανερά της εκκλησίας αλλά η καρδιά του ήταν σαν ενός μικρού παιδιού. Κι έμοιαζε λίγο και στον Άγιο Ευστάθιο - σ' αυτόν στον οποίο το ελάφι-Χριστός είπε "Δεν είναι δίκαιο ένας άνθρωπος καλός σαν εσένα να μη γνωρίζει την αλήθεια".
Ο Λευτέρης, λοιπόν, έκανε ένα επάγγελμα που αγαπούσε και με τον ιδρώτα του σώματός του έφερνε χρήματα στην οικογένειά του για να έχουν να βιοποριστούν - κι όχι μόνο να φάνε. Ο Λευτέρης ήταν τζαμάς, έκοβε τζάμια και τα τοποθετούσε. Διάφορα είδη, διάφορα μεγέθη, διάφορες τεχνικές. Κάπως είχε γίνει γνωστός στο χώρο, μάλλον λόγω επιμέλειας και υπευθυνότητας και τον έπαιρναν για δουλειές ξενοδοχεία, μαγαζιά, ιδιώτες, ακόμη και εκκλησίες· είτε για τα πνευματικά κέντρα είτε για τις ίδιες τις εκκλησίες.
Η καρδιά του Λευτέρη χτυπούσε δυνατά για τη δουλειά του αλλά πιο πολύ για τη γυναίκα του, τη Μυρσίνη. Ένα πλάσμα νεότερο κατά λίγα χρόνια από τον ίδιο, πανέμορφο στα μάτια του και πρόθυμη να του σταθεί στις δυσκολίες του ή να τον συμβουλευτεί. Ήξερε να φτιάχνει και υπέροχα γιουβαρλάκια μέσα σε όλα - αλλά μόνο οι δυο τους τα δοκίμαζαν.
Στο Θεό πίστευε βιωματικά, του άρεσε να Του μιλάει και πίστευε ότι ο Χριστός είναι ο Θεός· κανένας άλλος από αυτούς που διαφημίζουν οι άλλες θρησκείες. Αλλά να... χρειάστηκε να φύγει από μικρός από το πατρικό του για να δουλέψει και ελάχιστα θυμόταν από καντήλια, προσευχές κι εκκλησίες.
Όμως το ίδιο Πνεύμα τον ενέπνεε κι αυτόν...
Κορώνα στο κεφάλι του η Μυρσίνη του. "Αυτή τη γυναίκα πρέπει να την κάνω ευτυχισμένη" σκέφτηκε όταν την πρωτοείδε. Όχι "δική μου". Ευτυχισμένη! Κι αυτό σκεφτόταν και προσπαθούσε ακόμη.
Κι όπως γυρνούσε για επαγγελματικούς λόγους τις εκκλησίες και τα πνευματικά κέντρα, άρχισε σιγά-σιγά να πιάνει το αυτί του ομιλίες και λέξεις. Λέξεις που έμπαιναν στο καλάθι της ψυχής του και της καρδιάς του και το ξέπλεναν από τις κουτσουλιές του κόσμου, παρότι εκείνος δε θυμόταν τα λόγια αυτά όταν ξάπλωνε το βράδυ να κοιμηθεί.
Μέχρι που κάποια στιγμή άκουσε έναν παππούλη να λέει στα παιδιά, να τους διαβάζει το 10ο κεφάλαιο από το Κατά Ματθαίον. Δεν ήξερε κεφάλαια και αριθμούς και στίχους. Τόση εντύπωση τού έκαναν όμως τα λόγια που διέκοψε τον παππούλη ιερέα και τον ρώτησε... Στίχοι 40-42...
Γύρισε σπίτι αργά εκείνη την ημέρα. Ξενύχτησε στις σκέψεις του. Η Μυρσίνη τον ρώτησε αν όλα πήγαν καλά στη δουλειά, όταν αυτός επέστρεψε, ένιωσε και κάτι διαφορετικό στον αέρα αλλά τον άφησε να της μιλήσει όταν θα είναι έτοιμος. Άλλωστε, πάντοτε μιλούσαν για ό,τι τους απασχολούσε.
Στο συζυγικό κρεβάτι, η Μυρσίνη ξάπλωσε στα πλάγια μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Ο Λευτέρης άργησε λίγο. Σκεφτόταν. Κι οι σκέψεις του τελικά έκλεισαν μαζί με τα βλέφαρά του με μια απόφαση. Έπρεπε να γνωρίσει τον Χριστό πιο ένθερμα, πιο... θεολογικά, εξ εμπειρίας.
Την επόμενη ημέρα, πριν ανοίξει το μαγαζί, πήγε στον ιερέα της γειτονιάς του που τον ήξερε γιατί ήταν γείτονες, τον π. Σταύρο. Του άνοιξε την καρδιά του και του είπε τα πάντα, τι σκεφτόταν να κάνει και να πράξει. Κι ο π. Σταύρος, σα να του έκανε λογοπαίγνιο, του είπε "Σταυρός είναι αυτός που ζητάς παιδί μου".
Κάπως έτσι λοιπόν από αυτόν τον Σταυρό πιάστηκαν Λευτέρης και παπά-Σταύρος και μίλησαν για εξομολόγηση, για συχνή Θεία Κοινωνία, για προσευχή, για νηστείες.
Ο Λευτέρης σιγά-σιγά αλλοιωνόταν, με την καλή αλλοίωση. Και επειδή ο Θεός, ίδιος τότε και τώρα, επειδή το ίδιο Πνεύμα τον ενέπνεε κι αυτόν όπως και τον Σολομώντα, όπως ο Σολομώντας ζήτησε Σοφία, έτσι κι ο Λευτέρης προσευχήθηκε στο Θεό να γίνει δίκαιος. Και το ίδιο προσευχόταν η καρδιά του κάθε βράδυ. "Χριστέ μου, όρισέ με δίκαιο!".
Κι ο Χριστός δεν του χάλασε τη χάρη. Γιατί ήταν αγνές οι προθέσεις του. Και του χάρισε και παιδιά με τη Μυρσίνη. Με τη Μυρσίνη του. Και έτσι είχε και βιοπορισμό καλό και αγάπη στην οικογένειά του και αγάπη προς το Θεό - εμπιστοσύνη πως μέχρι να τελειώσει η ζωή του δε θα του χαλάει το χατήρι! Κι έτσι έγινε.
Κι αυτό συνεχίστηκε ακόμη κι όταν πέρασαν τα χρόνια κι ο Λευτέρης βρέθηκε με την ασθένεια του μαρτυρίου στο κρεβάτι· καρκίνος. Η Μυρσίνη στάθηκε δίπλα του φάρος αναμμένος.
Κάποια μέρα, η μία του κόρη τον ρώτησε "Μπαμπά, προσεύχεσαι καθόλου για τη μαμά που ταλαιπωρείται; Σε αγαπάει αλλά κουράζεται, ταλαιπωρείται".
Εκείνος της απάντησε "Φυσικά και προσεύχομαι".
"Και τι λες;", τον ρώτησε πάλι η κόρη του.
"Χριστέ μου, όρισέ με δίκαιο".
Λίγα κατάλαβε η κόρη κι έκλεισε την κουβέντα. Πήγε γρήγορα να βοηθήσει με κάτι σεντόνια τη μητέρα της.
Στην κηδεία του όλη η εκκλησία γέμισε κόσμο. Κι όλοι είχαν την ίδια κουβέντα να πουν για το Λευτέρη. "Άξιος άνθρωπος! Δίκαιος! Με μια δικαιοσύνη όχι ανθρώπινη μα φωτισμένη από το Θεό!".
Η Μυρσίνη, σαν τις γυναίκες των Σπαρτιατών πολεμιστών, δεν το έβαζε κάτω. Δεν ήταν αυτό που λέγε "τραγική φιγούρα" αλλά την είχε την απορία της.
"Πώς θα ζήσω χωρίς την αγάπη του Λευτέρη μου, Θεέ μου;"
Παρηγοριά της, τα παιδιά της και η εκκλησία στην οποία άρχισε πρώτη φορά να πηγαίνει. Αφού ο Λευτέρης της Τον αγαπούσε το Χριστό, άρχισε ύστερα από την εκδημία του να νιώθει πως αν ακολουθούσε το δρόμο του, θα μπορούσαν να συναντηθούν και πάλι. Κι άρχισε να διαβάζει και το Ευαγγέλιο.
Όταν έφτασε στην αρχή του 10ου κεφαλαίου από το Κατά Ματθαίον, ρώτησε την κόρη της "Ξέρεις μήπως πώς προσευχόταν ο μπαμπάς; Σου είχε πει ποτέ;". Κι η κόρη της τής είπε:
"Χριστέ μου, όρισέ με δίκαιο!"
Μα όπως δεν είχε καταλάβει η κόρη... ούτε η μάνα κατάλαβε...
Κι ήρθε το βράδυ...
Το διπλό κρεβάτι άδειο από τη μία του πλευρά. Τα σεντόνια όχι πλήρως τακτοποιημένα όμως, σα να περίμεναν κάποιον ακόμη να έρθει σήμερα.
Η Μυρσίνη πήρε το Ευαγγέλιο στα χέρια της τα γηρασμένα και διάβασε. Διάβασε δυνατά τους πρώτους στίχους του 10ου κεφαλαίου... κι ύστερα τους επόμενους... και τους επόμενους...
Μέχρι που έφτασε στο τέλος... στους στίχους 40-42... ώσπου η καρδιά της δεν άντεξε...
"Λευτέρη μου... Αγάπη μου... Έρχομαι!"
Τα τελευταία της λόγια...
Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με.
ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται,
καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται.
καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ι, Στιχ. 40-42
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου