Το πιάνο του αγοριού... δώρο και χάρισμα
Κάποτε υπήρχε ένα αγόρι. Το όνομά του λίγη σημασία έχει.
Όσο μεγάλωνε κι οι άναρθρες φωνές του γινόντουσαν λόγος δομημένος, τόσο έψαχνε και περισσότερους τρόπους να εκφράσει αυτά που ένιωθε.
Πρώτα χρησιμοποίησε τη φωνή του, αυτό το μουσικό ανθρώπινο όργανο που το είχε πάντοτε μαζί του. Κι όταν κάποιες φορές έβαλε ακουστικά στα αυτιά του περπατώντας στο δρόμο, πάλι για να τραγουδήσει ήταν.
Κι ύστερα συνειδητοποίησε πως είχε κι ένα άλλο μουσικό όργανο στο σπίτι του, στο σπίτι το πατρικό του. Είχε ένα πιάνο.
Μπορεί να ήταν κάπως περιοριστικό σαν όργανο σε σχέση με τη φωνή του αλλά του άρεσε. Ήταν περιοριστικό για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος... δε μπορούσε να το κουβαλάει παντού μαζί του. Ο δεύτερος - αν και τον συνειδητοποίησε αργότερα - ήταν ότι το πιάνο το ένωνε με το δημιουργό του ενώ η φωνή με τον Δημιουργό του. Ό,τι καλό κι ό,τι κακό κι αν είχε κάνει στη σχέση αυτή με το Δημιουργό του κατά καιρούς... το ένωνε μαζί Του.
Κι ύστερα το αγόρι αυτό μεγάλωσε. Έφυγε από το πατρικό του σπίτι, έμεινε με τη μέλλουσα γυναίκα του, με αυτή που ο Θεός προόρισε να γίνει γυναίκα του απαντώντας στις προσευχές και των δυο τους.
Ύστερα, χρόνια κάμποσα αργότερα, το πατρικό του σπίτι άδειασε. Όχι για δυσάρεστο λόγο αλλά άδειασε. Κι έπρεπε να φύγει και το πιάνο. Δε θα αχρηστευόταν όμως. Το πιάνο θα το έπαιρνε η γυναίκα που του έμαθε να παίζει - κι αν όχι αυτή ακριβώς, σίγουρα αυτή που τους παρείχε το χώρο στο δικό της ωδείο, στο δικό της πιάνο.
Μα το αγόρι... λοιπόν, δεν το πείραξε που έχασε το πιάνο του. Είχε μάθει πώς να τοποθετεί σωστά τα δάχτυλά του, σε ποιες θέσεις, σε ποιο ρυθμό να πατάει τα άσπρα και σε ποιο ρυθμό και πότε να πατάει τα μαύρα πλήκτρα. Γιατί βλέπεις, χρειάζονται και αυτά για να ολοκληρωθεί η μουσική κάποιες φορές. Δεν ήταν το ίδιο χωρίς τα μαύρα πλήκτρα.
Μα δεν το πείραξε το αγόρι που έχασε το πιάνο του. Το είπαμε αυτό... Πώς θα μπορούσε να το πειράξει; Ή να το ενοχλήσει λίγο έστω;
Το αγόρι είχε εξελιχθεί. Πλέον δε χρειαζόταν να μάθει όλος ο κόσμος για την αγάπη που είχε στην καρδιά του - αν και ποτέ δε σταμάτησε να τραγουδάει, βέβαια άλλαξε λιγάκι ο Αποδέκτης των τραγουδιών του. Πλέον, είχε μάθει να χρησιμοποιεί τα δάχτυλά του για να εκφράζεται και ποιο καλύτερο πιάνο θα μπορούσε να έχει από την πλάτη της γυναίκας του; Αυτή που πότε-πότε πιανόταν, όταν στραβοκοιμόταν με τα μαξιλαράκια της ή όταν κάποιο ρεύμα αέρα τής την ψύχραινε...
Κι έβρισκε τότε την ευκαιρία να απαντήσει με το δικό του προσωπικό εσωτερικό μετρονόμο, με αυτό το δικό τους τακ-τακ, να πατήσει με τα δάχτυλά του στο νέο του προσωπικό μοναδικό για εκείνο πιάνο, αυτό που μόνο εκείνος άγγιζε.
Γιατί όλοι οι άλλοι το ήξεραν, το αγόρι, με το επάγγελμά του.
Μα η γυναίκα του το ήξερε ως το δικό της προσωπικό πιανίστα.
Κι η ευχή και των δύο, αν ήθελε ο Θεός...
Ο πιανίστας και το πιάνο του να βαδίσουν μαζί μέχρι το γήρας... τότε που θα πληθύνουν οι ανάγκες... και τα δάχτυλά του θα βαδίζουν συχνότερα πάνω στο πιάνο του...
🤍
ΑπάντησηΔιαγραφή