Ο Γιωργάκης των λογισμών (Χριστός Ανέστη)

Ο Γιωργάκης ήταν ένα παιδί σαν τα άλλα, τα φυσιολογικά παιδιά της κοινωνίας και της ενορίας του. Παιδί των γονιών του και εγγόνι των γιαγιάδων και των παππούδων του. Μαθητής των δασκάλων του και πρόθυμος βοηθός των φίλων και των αγνώστων του.

Μπορεί οι παραπάνω ρόλοι να φαίνονταν σαν να μην ξεχώριζε ο Γιωργάκης από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του μα η πραγματικότητα είναι άλλη. Γιατί ο Γιωργάκης δεν είχε απλώς αυτούς τους ρόλους αλλά τους βίωνε και προσπαθούσε να σταθεί επάξια στο ύψος τους. Δύσκολο; Δύσκολο... αλλά το πάλευε. Προσπαθούσε να κάνει πράξη το "Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου" και το "Σ' εκείνον που σου ζητάει κάτι, να του το δίνεις, κι αν κάποιος θέλει να του δανείσεις κάτι, μην του το αρνηθείς" (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 5, Στιχ. 42) πριν καν τα ακούσει συνειδητά στην εκκλησία πρώτη φορά. Φαίνεται ήταν γραμμένα από τους κληροδότες στο DNA του.

Πάραυτα όμως, ο Γιωργάκης κάτι έχανε στη σχέση του με το Χριστό. Κάτι δεν κατανοούσε. Κι όσο κι αν προσπαθούσε κι έλεγε ότι εμπιστευόταν το Θεό, τόσο το μέσα του τσινούσε και τον κρατούσε σε απόσταση. Θες κρυφός εγωισμός; Θες ταγκαλάκι; Πες το όπως θες, μα για εκείνον ήταν μια πέτρα στο στέρνο του που τον πίεζε, τον βάραινε ώρες-ώρες και τον έριχνε πότε-πότε στη λιγοψυχία. Ποτέ απελπισία, δόξα τω Θεώ, αλλά λιγοψυχία σίγουρα. Ώρες-ώρες... πότε-πότε...

Δεν το κατανοούσε πλήρως κι εκείνος το τί του συνέβαινε... Άρα δεν κατανοούσε και πώς θα μπορούσε να το εκφράσει για να το συζητήσει με τους κατάλληλους ανθρώπους. Και, δόξα τω Θεώ, από κατάλληλους ανθρώπους είχε πολλούς γύρω του...

Κάποια φορά πήγε με τους γονείς του και τη γιαγιά του και συνάντησαν έναν - κατά κάποιους - άγιο άνθρωπο, έναν σεβάσμιο παππούλη, που πάνω στη συζήτηση, ποιος ξέρει πώς του ήρθε, τον ρώτησε ο Γιωργάκης "Γιατί στην εκκλησία λέμε τόσες φορές το <<Κύριε ελέησον>>;". Ο παππούλης τον κοίταξε εξεταστικά και, ύστερα από λίγο, τού απάντησε με σταθερή, σίγουρη φωνή πως "Γιατί δε μας πάει η καρδιά να το πούμε μόνο μία"...

Του φάνηκε του Γιωργάκη πως κατάλαβε... μα δεν κατάλαβε.
Του φάνηκε του Γιωργάκη πως ένιωσε την απάντηση... αλλά ήταν ένα πυροτέχνημα μόνο που γρήγορα έσβησε και τον άφησε πάλι με την απορία. Αν και κατάλαβε μέσα του πως δεν έφταιγε ο παππούλης γι' αυτή την έλλειψη συντονισμού.

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Γιωργάκης μεγάλωσε. Σε κάποια πράγματα έμοιασε στους ανθρώπους του παρελθόντος του. Σε άλλα χάραξε τη δική του πορεία. Πότε καλή, πότε κακή. Ήταν όμως η δική του πορεία και είχε μια χαρά για αυτήν.

Η ζωή του έμοιαζε τακτοποιημένη αλλά δεν ήταν. Διάφορες δυσκολίες εγείρονταν συχνά-πυκνά που τον λύγιζαν όλο και περισσότερο κι έσπαγαν το μέσα του κομμάτι-κομμάτι, καιρό με τον καιρό, χρόνο με το χρόνο. Η αγάπη κι η προθυμία του ήταν ακόμη φωλιασμένες μέσα του αλλά ελλείψει ανθρώπων κατάλληλων να τα λάβουν - Όχι να τα ανταποδώσουν! Να τα νιώσουν έστω! - έμεναν ηφαίστεια ανενεργά που τον έκαιγαν όλο και περισσότερο με τη λάβα τους.

Ίσως άλλοι άνθρωποι, πιο σκληροί ή με περισσότερες εμπειρίες, να μη λύγιζαν. Ίσως άλλοι να ήταν πιο δυνατοί. Ή ίσως αυτός να ήταν δειλός, υπερβολικά μαλακός ή ακόμη και ανόητος που έψαχνε ακόμη τον συνάνθρωπο σε μια κατά βάση αναίσθητη εποχή προβληματισμένων ανθρώπων. Πίστευε πως και οι γύρω του είχαν ένα βάρος στο στέρνο τους αλλά ότι ο καθένας κουβαλούσε το δικό του και ήταν τόσο ακίνητοι όλοι τους ξαπλωμένοι ανάσκελα που κανείς δε μπορούσε να βοηθήσει τον άλλον.
Αυτή η τελευταία σκέψη... τον απέλπισε!

Την επόμενη ημέρα γύριζε από τη δουλειά του σκεφτόμενος πάλι τα ίδια... Μες στις σκέψεις του χωμένος, δεν κατάλαβε πως πήρε λάθος δρόμο, μια απλή μικρή λάθος στροφή και τίποτα περισσότερο. Σκέφτηκε "Δεν κάνω πίσω τώρα, θα πάω παρακάτω. Τί διαφορά θα κάνει μια στροφή;". Μα η περιοχή ήταν δαιδαλώδης και η μία στροφή έφερε την άλλη και την άλλη... μα πίσω δεν έκανε. Κι ανηφόριζε... όλο ανηφόριζε. Μέχρι που έφτασε...

Πάρκο... Μεγάλο... Πλατεία, κηπάκια.... Εκκλησία...

Δεν είχε πληγωθεί από το Θεό, απλά κάποια στιγμή μέσα στις έγνοιες, χάθηκαν οι δυο τους.... Αδιαφόρησε.

Τα βήματά του αργά! Δεν τα έσερνε. Δεν του άρεσε το σύρσιμο των ποδιών. Δεν κατηγορούσε όσους το έκαναν αλλά το άλλο το περπάτημα, χωρίς το σύρσιμο, το θεωρούσε πιο λεβέντικο, πιο ωραίο. Ήταν μια λεβεντιά που του άρεσε, έστω κι έτσι.

Με αυτά τα βήματα λοιπόν έφτασε μέσα στην εκκλησία. Προσπέρασε επίτηδες τη μεγάλη εικόνας της Βρεφοκρατούσας στα αριστερά του - γιατί δεν ήθελε τίποτα να κάνει έστω και λίγο τυπικά αυτή τη στιγμή! Πήγε δεξιά, βρήκε ένα εικονοστάσι με τον Άγιο Γεράσιμο από την Κεφαλλονιά, που τον είχε ακούσει αλλά δεν τον ήξερε, τον ασπάστηκε συνειδητά κι έμεινε εκεί, χωρίς να ξέρει τί να πει και τί να ζητήσει. Ούτε "βοήθα" δεν του έβγαινε να πει. Τόσο άσχημα ένιωθε...

Κάπου εκεί λοιπόν... Μέσα στους λογισμούς μα και τη λαθεμένη αλογισιά του, μέσα στο μέσα του που τον έπνιγε, μέσα στο σίδερο που πίεζε το στέρνο του και τον εγκλώβιζε, μέσα σε όλα αυτά, έσπασε... και γονάτισε. Εκεί, μπροστά στον Άγιο Γεράσιμο, γονάτισε. Γονάτισε κι είπε μία φορά μοναχά, βάζοντας όλη του τη δύναμη, λες και είχε ένα τελευταίο καρδιακό παλμό, μια τελευταία ανάσα να δώσει... Είπε μία φορά... Αργά...

Κύριε............. ελέησον............. 

Καμία άλλη φωνή δεν βγήκε από τα χείλη του κι η καρδιά του δεν άντεχε να βαστήξει κάτι άλλο.

Τον βρήκε ο ιερέας ύστερα από λίγο σε αυτή τη στάση, γονατισμένο μπροστά στον Άγιο. Είχε ώρα που τον παρακολουθούσε μα δεν ήθελε να τον διακόψει και να τον ενοχλήσει. Μα κάπως τώρα έβλεπε πιεσμένο πολύ το μέτωπό του και τον γνοιάστηκε.

Τον πλησίασε αργά, αθόρυβα. Τόσο αθόρυβα, λες και ίπτατο. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του προσκυνητή και χαμογελώντας τού είπε απαλά, γλυκά, θαρρετά...

- Χριστός Ανέστη!

Ο... Γιωργάκης σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε από πάνω του εκείνον τον παππούλη τον παλιό... Ποιος ξέρει ποια σύμπτωση... ή μάλλον συγκυρία, τον έφερε την ώρα αυτή μπροστά του. Είχε μείνει έκπληκτος να τον κοιτάζει, σα να του λέει "Από πού ξεφύτρωσες εσύ;", χωρίς να μπορεί όμως και να φανταστεί ποια απάντηση θα του φαινόταν πιο λογική να ακούσει και να πειστεί για την αλήθεια της.

"Αληθώς Ανέστη" πήγε να πει, έστω τυπικά, αλλά δεν το 'πε. Αυτή τη στιγμή ήθελε απόλυτη ειλικρίνεια. Τίποτε άλλο...

- Θυμάσαι παιδί μου που με ρώτησες πριν χρόνια "Γιατί λέμε τόσες φορές «Κύριε ελέησον»"; Θυμάσαι τί σου είπα; Γιατί δε μας πάει η καρδιά να το πούμε μόνο μία, σου είπα. Όταν ο άνθρωπος νιώθει εγκλωβισμένος στο πιο βαθύ σκοτάδι του, μα κι όταν νιώθει την άμετρον αγάπη Του (και του έδειξε το Χριστό που ευλογούσε τον Άγιο), τότε μας πάει... και το λέμε μόνο μία! Μόνο που στην πρώτη περίπτωση δε βαστάει η καρδιά μας επειδή απελπιστήκαμε... ενώ στην άλλη δε βαστάει η καρδιά μας γιατί δεν έχουμε λόγια να περιγράψουμε το πόσο ο Κύριος μάς αγαπάει. Δεν έχουμε λόγια, ούτε δυνάμεις να το περιγράψουμε. Βλέπουμε στη ζωή μας το έλεος του Κυρίου πάνω μας και εμείς μέσα μας φωνάζουμε πως "είμαι μεγάλος αμαρτωλός". "Κι όμως το ιλαρό και πράο βλέμμα του Κυρίου θέλκει την ψυχή μου".

Ο Γιωργάκης τον κοίταξε έκπληκτος ακόμη περισσότερο... Μα ο παππούλης συνέχισε, τραγουδώντας σχεδόν αυτή τη φορά...

- Ω! Η αγάπη του Κυρίου! Δεν έχω δυνάμεις να περιγράψω αυτήν. Διότι είναι απείρως μεγάλη και θαυμαστή.

Κι ύστερα, πάντα με το χέρι του ακουμπισμένο στον ώμο του Γιωργάκη, γύρισε το βλέμμα του στην εικόνα, στο Χριστό. Κι ο Γιωργάκης τον ακολούθησε με τα μάτια του κι αυτός. Έμεινε εκστατικός να κοιτάζει τον Κύριο. Κι άκουσε τον παππούλη να συνεχίζει το τραγούδι του...

- Δε δύναμαι να Σε λησμονήσω. Σε νοσταλγεί η ψυχή μου Κύριε, και με δάκρυα Σε ζητώ...

Γύρισε το βλέμμα του στο Γιωργάκη και κοιτώντας τον, γονάτισε κι αυτός μπροστά στον Άγιο και τον Κύριο, παίρνοντας τον Γιωργάκη αγκαλιά, κάνοντας το σταυρό του τρεις φορές και ξαναλέγοντας...

- Χριστός Ανέστη, χαρά μου!


Σχόλια