Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά!

- Έτσι όπως με βλέπεις... θα πέθαινες για μένα;
Αυτό τον ρώτησε σε μια από τις πρώτες τους συναντήσεις. Εκείνος απάντησε με ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που έλεγε περισσότερα από όσα θα μπορούσε να της πει και να την πείσει.

Πέρασε λίγος καιρός και οι δυο τους παρέμειναν μαζί. Ώσπου ήρθε πάλι η στιγμής της ίδιας ερώτησης.
- Έτσι όπως με βλέπεις... θα πέθαινες για μένα;

Πάλι της χαμογέλασε. Πήρε το χέρι της στο χέρι του, το έτεινε στο πρόσωπό του και το φίλησε. Αργά-αργά σήκωσε και πάλι τα μάτια του και την κοίταξε... κατευθείαν στα μάτια της.
Είχε ακούσει ότι κοιτώντας τον άλλο στα μάτια μπορείς να δεις τι κουβαλάει στην ψυχή του. Γι' αυτό την κοίταξε. Για να δει - μήπως και δει - τί κρύβει εκείνος στην ψυχή του. Κάτι έπιασε... μα πάλι δεν πείστηκε.

Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο. Ήρθαν άνθρωποι. Φύγαν άνθρωποι. Ήρθαν νέα μέλη στην οικογένεια. Ήρθαν χαρές. Ήρθαν δυσκολίες. Ήρθαν Μεγάλες Παρασκευές μα ήρθε και το Σάββατο της Ανάστασης, Κυριακή της Λαμπρής. Και πάλι τα ίδια ύστερα. Και πάλι η ίδια ερώτηση.
- Έτσι όπως με βλέπεις... θα πέθαινες για μένα;

Κανείς γνωστός του και κανείς φίλος του δε γνώριζε τη στιχομυθία αυτή μεταξύ τους. Δεν ήταν το μυστικό τους - τα μυστικά ενώνουν τους ανθρώπους κι αυτός ήλπιζε σε κάτι πιο ισχυρό από αυτό το δέσιμο. Θα ήταν καλύτερα να τη χαρακτηρίσουμε "η κοινή στιγμή τους", η στιγμή που συνοδευόταν με το αίσθημα του "Έλα! Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά!" και άνοιγαν τα χέρια του να τη δεχτούν. Ακόμη χωρίς να έχει πειστεί.

Και πέρασαν κι άλλο τα χρόνια. Εκείνη προσπαθούσε να μείνει δυνατή, να στέκεται καλώς, να γεμίζει το χρόνο της ζωής τους με ζωή, ζωντάνια. Κι αυτός έκανε επίσης ό,τι του ήταν δυνατό να στέκεται δίπλα της ή να συμπορεύεται στο δρόμο της που κατ' επιλογήν γινόταν καθημερινά δρόμος τους. Και πάλι η ίδια ερώτηση...
- Έτσι όπως με βλέπεις... θα πέθαινες για μένα;

Αυτός σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά τις άσπρες τρίχες, όπου υπήρχαν. Ύστερα ακουμπούσε τα μάγουλά της, όπως κι αν ήταν. Ύστερα την κεραυνοβόλησε με τον τρόπο του, διατηρώντας τη για λίγο - σώμα και ματιά - ακίνητη. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο τρόπος.

Κάποιο απόγευμα, τέλος Αυγούστου, λίγο πριν το φευγιό των χελιδονιών, βρέθηκαν οι δυο τους να κοιτούν το τελευταίο φως της μέρας.
- Έτσι όπως με βλέπεις... θα πέθαινες για μένα;

Εκείνος έβαλε το χέρι πάνω από το δικός της και το σκέπασε. Τον κοίταξε πρώτη εκείνη αυτή τη φορά. Κατάλαβε πως κάτι διαφορετικός επρόκειτο να συμβεί. Την κοίταξε κι εκείνος. Κινήσεις αργές αλλά γεμάτες δύναμη.

Αγάπη μου, σε όλα τα χρόνια της μέχρι τώρα ζωής μου, όπως κι αν σε είδα, όσες φορές κι αν σε κοίταξα, σε είδα ή σε παρακολούθησε, η όψη σου δε με έκανε ποτέ να θέλω να πεθάνω για σένα.

Τι στιγμιαίο ατόπημα θα ήταν αυτό αν συνέβαινε χωρίς να υπάρχει λόγος ωφέλιμος και για τους δυο μας; Να πεθάνει ο ένας για να σωθεί έστω ο άλλος! Αλλιώς ποιο το νόημα;

Αφού λοιπόν ο Θεός δεν ευλόγησε να πεθάνω για σένα προστατεύοντάς σε κι αφού η ψυχή μου πρωτίστως ανήκει σε Αυτόν, το αμέσως επόμενο που έχω να σου προσφέρω ήταν... έτσι όπως σε έβλεπα και έτσι όπως σε βλέπω... Όχι να πεθάνω, μα να ζήσω μαζί σου! Όχι να σβήσω μα ν' ανάψω μαζί σου! Όχι να σε βλέπω, μα ν' ανταμώνω μαζί σου! Κι έτσι... αντάμα, να πορευόμαστε κάθε ημέρα, στο κάθε σήμερα. Πιασμένοι χέρι-χέρι και ματιά με ματιά. Στιγμές με στιγμές, ευχαριστώ με ευχαριστώ και συγγνώμη με συγγνώμη. Αγκαλιά με αγκαλιά και στεφάνι με στεφάνι. Χορός με χορός και κοινωνία με κοινωνία. Σάρκες όχι δύο, μα μία!

Αγάπη μου...

Αγάπη... Ζωή... Αιωνία...

Χριστός Ανέστη! 

Σχόλια